ερινεός: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ερινός]] και ορν(ι)ός, ο (AM [[ἐρινεός]] και [[ἐρινειός]] και [[ἐρινός]]<br />Α αττ. τ. [[ἐρινεώς]])<br /><b>1.</b> η [[αγριοσυκιά]]<br /><b>2.</b> το [[αγριόσυκο]], το [[ερινεόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[συκιά]] με ερμαφρόδιτα [[άνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[συκή]]), [[αλλά]] το διαλεκτικό <b>(μεσσην.)</b> [[τράγος]] «[[ερίνεος]]» και η αντίστοιχη λατ. λ. <i>caprificus</i>, θα δικαιολογούσαν [[προέλευση]] της λ. από έναν παλαιότερο τ. με τη [[σημασία]] «[[τράγος]]». Ο τ. [[ερινός]] <span style="color: red;"><</span> [[ερινεός]] [[κατά]] το [[αδελφός]] <span style="color: red;"><</span> <i>αδελφεύς</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐρινεός]], -ά, -όν και συνηρ. ἐρινοῡς, -ῆ, - | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ερινός]] και ορν(ι)ός, ο (AM [[ἐρινεός]] και [[ἐρινειός]] και [[ἐρινός]]<br />Α αττ. τ. [[ἐρινεώς]])<br /><b>1.</b> η [[αγριοσυκιά]]<br /><b>2.</b> το [[αγριόσυκο]], το [[ερινεόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[συκιά]] με ερμαφρόδιτα [[άνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[συκή]]), [[αλλά]] το διαλεκτικό <b>(μεσσην.)</b> [[τράγος]] «[[ερίνεος]]» και η αντίστοιχη λατ. λ. <i>caprificus</i>, θα δικαιολογούσαν [[προέλευση]] της λ. από έναν παλαιότερο τ. με τη [[σημασία]] «[[τράγος]]». Ο τ. [[ερινός]] <span style="color: red;"><</span> [[ερινεός]] [[κατά]] το [[αδελφός]] <span style="color: red;"><</span> <i>αδελφεύς</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐρινεός]], -ά, -όν και συνηρ. ἐρινοῡς, -ῆ, -οῦν | ||
(Α) [[[ερινεός]] (I)]<br />αυτός που ανήκει στην [[αγριοσυκιά]] ή προέρχεται από αυτήν («ἐρινεὸν σῡκον», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο δε νεοελλ. τ. <i>ορν</i>(<i>ι</i>)<i>ός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ερνιός</i>, με [[τροπή]] του <i>ε</i>- σε <i>ο</i>- υπό τη φωνητική [[επίδραση]] του -<i>ρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[ερινεός]], με [[συνίζηση]] του -<i>ε</i>- και σίγηση του ενδοσυμφωνικού -<i>ι</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 27 March 2021
Greek Monolingual
(I)
και ερινός και ορν(ι)ός, ο (AM ἐρινεός και ἐρινειός και ἐρινός
Α αττ. τ. ἐρινεώς)
1. η αγριοσυκιά
2. το αγριόσυκο, το ερινεόν
νεοελλ.
βοτ. συκιά με ερμαφρόδιτα άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. (πρβλ. συκή), αλλά το διαλεκτικό (μεσσην.) τράγος «ερίνεος» και η αντίστοιχη λατ. λ. caprificus, θα δικαιολογούσαν προέλευση της λ. από έναν παλαιότερο τ. με τη σημασία «τράγος». Ο τ. ερινός < ερινεός κατά το αδελφός < αδελφεύς].
(II)
ἐρινεός, -ά, -όν και συνηρ. ἐρινοῡς, -ῆ, -οῦν
(Α) [[[ερινεός]] (I)]
αυτός που ανήκει στην αγριοσυκιά ή προέρχεται από αυτήν («ἐρινεὸν σῡκον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο δε νεοελλ. τ. ορν(ι)ός < ερνιός, με τροπή του ε- σε ο- υπό τη φωνητική επίδραση του -ρ- < ερινεός, με συνίζηση του -ε- και σίγηση του ενδοσυμφωνικού -ι-].