κυκλώ: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> κυκλῶ, -έω (Α) [[κύκλος]]<br /> <b>1.</b> [[μεταφέρω]] με [[άμαξα]] («κυκλήσομεν [[ἐνθάδε]] νεκρούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κινώ]] [[γύρω]] [[γύρω]], κυκλικά, [[περιφέρω]] («[[πόδα]]... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]] [[περιοδικώς]] («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> [[επαναφέρω]], [[επαναλαμβάνω]] («κυκλεῑν τὸν λόγον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=<b>(I)</b><br /> κυκλῶ, -έω (Α) [[κύκλος]]<br /> <b>1.</b> [[μεταφέρω]] με [[άμαξα]] («κυκλήσομεν [[ἐνθάδε]] νεκρούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κινώ]] [[γύρω]] [[γύρω]], κυκλικά, [[περιφέρω]] («[[πόδα]]... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]] [[περιοδικώς]] («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> [[επαναφέρω]], [[επαναλαμβάνω]] («κυκλεῑν τὸν λόγον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυκλοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /> α) [[περιβάλλω]], [[περιτριγυρίζω]]<br /> β) [[στριφογυρίζω]], [[περιστρέφω]] («κυκλεῑσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) (για [[λόγια]]) [[περιέρχομαι]] από [[στόμα]] σε [[στόμα]], διαδίδομαι.<br /><b>(II)</b><br /> (AM κυκλῶ, -όω, Μ και [[κυκλώνω]])<br /> <b>βλ.</b> [[κυκλώνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 26 March 2021
Greek Monolingual
(I)
κυκλῶ, -έω (Α) κύκλος
1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.)
2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρω («πόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.)
3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», Σοφ.)
4. επαναφέρω, επαναλαμβάνω («κυκλεῑν τὸν λόγον», Αριστοτ.)
5. μέσ. κυκλοῦμαι, -έομαι
α) περιβάλλω, περιτριγυρίζω
β) στριφογυρίζω, περιστρέφω («κυκλεῑσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», Πλάτ.)
γ) (για λόγια) περιέρχομαι από στόμα σε στόμα, διαδίδομαι.
(II)
(AM κυκλῶ, -όω, Μ και κυκλώνω)
βλ. κυκλώνω.