καύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[καύσιμος]], -ον) [[καύσις]]<br />αυτός που μπορεί να καεί, ο [[κατάλληλος]] για [[καύση]], αυτός που χρησιμοποιείται για [[παραγωγή]] θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον [[πάντα]] ὅσα [[καύσιμα]] ἑώρων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το ουδ. ως ουσ.) <i>το καύσιμο</i><br />α) [[καύση]], [[κάψιμο]], [[έγκαυμα]]<br />β) (το ουδ., συν. πληθ., ως ουσ.) <i>τα [[καύσιμα]]<br />[[κάθε]] μορφής ύλες που με την [[καύση]] τους παρέχουν [[ενέργεια]] ικανή να χρησιμοποιηθεί για την [[ικανοποίηση]] διαφόρων αναγκών της κοινωνίας και τών μελών της (α. «[[στερεά]] [[καύσιμα]]» β. «υγρά [[καύσιμα]]»).
|mltxt=-η, -ο (Α [[καύσιμος]], -ον) [[καύσις]]<br />αυτός που μπορεί να καεί, ο [[κατάλληλος]] για [[καύση]], αυτός που χρησιμοποιείται για [[παραγωγή]] θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον [[πάντα]] ὅσα [[καύσιμα]] ἑώρων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το ουδ. ως ουσ.) <i>το καύσιμο</i><br />α) [[καύση]], [[κάψιμο]], [[έγκαυμα]]<br />β) (το ουδ., συν. πληθ., ως ουσ.) τα [[καύσιμα]]<br />[[κάθε]] μορφής ύλες που με την [[καύση]] τους παρέχουν [[ενέργεια]] ικανή να χρησιμοποιηθεί για την [[ικανοποίηση]] διαφόρων αναγκών της κοινωνίας και τών μελών της (α. «[[στερεά]] [[καύσιμα]]» β. «υγρά [[καύσιμα]]»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:35, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καύσῐμος Medium diacritics: καύσιμος Low diacritics: καύσιμος Capitals: ΚΑΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: kaúsimos Transliteration B: kausimos Transliteration C: kaysimos Beta Code: kau/simos

English (LSJ)

ον,

   A combustible, ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων X.An.6.3.19; κ. ξύλα Alex.307, PStrassb.117.3 (i A.D.); ὕλη Pl.Lg.849d, Str.16.4.19; ἄχυρον Ostr.Fay.21 (iv A.D.); τούτοις καυσίμοις χρῶνται as fuel, Thphr.HP4.3.2.

German (Pape)

[Seite 1408] brennbar, zu verbrennen; ὕλη Plat. Legg. VIII, 849 d; Xen. An. 6, 3, 9. 12; ξύλα, Brennholz, Alexis in B. A. 105, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καύσῐμος: -ον, κατάλληλος πρὸς καῦσιν, εὔφλεκτος, ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων Ξεν. Ἀν. 6. 3, 19· κ. ξύλα, Λατ. cremia, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 73· ὕλη Πλάτ. Νόμ. 849D, Στράβ. 778

French (Bailly abrégé)

[ῐ] ος, ον,
combustible, XÉN. An. 6.3.9, PLAT. Leg. 849d, THPHR. HP 4.3.2.
Étymologie: καίω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καύσιμος, -ον) καύσις
αυτός που μπορεί να καεί, ο κατάλληλος για καύση, αυτός που χρησιμοποιείται για παραγωγή θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον πάντα ὅσα καύσιμα ἑώρων», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.) το καύσιμο
α) καύση, κάψιμο, έγκαυμα
β) (το ουδ., συν. πληθ., ως ουσ.) τα καύσιμα
κάθε μορφής ύλες που με την καύση τους παρέχουν ενέργεια ικανή να χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση διαφόρων αναγκών της κοινωνίας και τών μελών της (α. «στερεά καύσιμα» β. «υγρά καύσιμα»).

Greek Monotonic

καύσῐμος: -ον (καίω), κατάλληλος για καύση, εύφλεκτος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καύσῐμος: горючий, годный в качестве топлива (ἔκαιον πάντα, ὅσα καύσιμα ἑώρων Xen.): ὕλη κ. Plat. дрова, топливо.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καύσιμος -ον [κάω] brandbaar.

Middle Liddell

καύσῐμος, ον καίω
fit for burning, combustible, Xen.