παλαμίδα: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[παλαμύδα]], η (ΑΜ [[παλαμίς]], Μ και [[παλαμίδα]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] θαλάσσιων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκουν στο [[είδος]] Sarda sarda και κατ' [[επέκταση]] όλων τών ειδών του γένους Sarda της οικογένειας [[σκομβρίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[παλαμίδα]] σού μυρίζει, να φας κολιό» — λέγεται γι' αυτόν που προβάλλει υπερβολικές αξιώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πηλαμύς]] <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] με προληπτική [[αφομοίωση]] του -<i>η</i>- σε -<i>α</i>- και [[επίθημα]] -<i>ις</i>. Κατ' άλλους, το όνομα του ψαριού έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική [[επίδραση]] της λ. [[παλάμη]].<br /> <b>(II)</b><br />η (ΑΜ [[παλαμίς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παλάμη]], [[χούφτα]]<br /><b>2.</b> [[παλαμιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παλαμίδα]] του μυρίζει» — λέγεται για κάποιον που του αξίζει να ξυλοκοπηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ζώου, ο [[ασπάλακας]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[παλαμίς]]<br />[[τεχνίτης]] παρὰ | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[παλαμύδα]], η (ΑΜ [[παλαμίς]], Μ και [[παλαμίδα]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] θαλάσσιων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκουν στο [[είδος]] Sarda sarda και κατ' [[επέκταση]] όλων τών ειδών του γένους Sarda της οικογένειας [[σκομβρίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[παλαμίδα]] σού μυρίζει, να φας κολιό» — λέγεται γι' αυτόν που προβάλλει υπερβολικές αξιώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πηλαμύς]] <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] με προληπτική [[αφομοίωση]] του -<i>η</i>- σε -<i>α</i>- και [[επίθημα]] -<i>ις</i>. Κατ' άλλους, το όνομα του ψαριού έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική [[επίδραση]] της λ. [[παλάμη]].<br /> <b>(II)</b><br />η (ΑΜ [[παλαμίς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παλάμη]], [[χούφτα]]<br /><b>2.</b> [[παλαμιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παλαμίδα]] του μυρίζει» — λέγεται για κάποιον που του αξίζει να ξυλοκοπηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ζώου, ο [[ασπάλακας]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[παλαμίς]]<br />[[τεχνίτης]] παρὰ τοῖς Σαλαμινίοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παλάμη]] «[[έργο]] τέχνης» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίς</i>). Έχει [[ωστόσο]] προταθεί η [[διόρθωση]] του τ. σε [[πάλαμις]] (<b>πρβλ.</b> [[γάστρις]], [[στρόφις]]). Ο [[ασπάλακας]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της τέχνης του ζώου στην [[κατασκευή]] τών υπόγειων στοών του]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:09, 25 March 2021
Greek Monolingual
(I)
και παλαμύδα, η (ΑΜ παλαμίς, Μ και παλαμίδα)
κοινή σήμερα ονομασία θαλάσσιων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στο είδος Sarda sarda και κατ' επέκταση όλων τών ειδών του γένους Sarda της οικογένειας σκομβρίδες
νεοελλ.
παροιμ. «παλαμίδα σού μυρίζει, να φας κολιό» — λέγεται γι' αυτόν που προβάλλει υπερβολικές αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πηλαμύς < πηλός με προληπτική αφομοίωση του -η- σε -α- και επίθημα -ις. Κατ' άλλους, το όνομα του ψαριού έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική επίδραση της λ. παλάμη.
(II)
η (ΑΜ παλαμίς)
νεοελλ.
1. παλάμη, χούφτα
2. παλαμιά
3. φρ. «παλαμίδα του μυρίζει» — λέγεται για κάποιον που του αξίζει να ξυλοκοπηθεί
αρχ.
1. είδος ζώου, ο ασπάλακας
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλαμίς
τεχνίτης παρὰ τοῖς Σαλαμινίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη «έργο τέχνης» + επίθημα -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς). Έχει ωστόσο προταθεί η διόρθωση του τ. σε πάλαμις (πρβλ. γάστρις, στρόφις). Ο ασπάλακας ονομάστηκε έτσι λόγω της τέχνης του ζώου στην κατασκευή τών υπόγειων στοών του].