μίλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) το [[φυτό]] [[σμίλαξ]].<br /> <b>(II)</b><br />μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἡλικία]]<br />[[ἔνιοι]] δὲ [[μέλλαξ]]<br />καὶ παρ' Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος<br />ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος, πιθ. παρεφθαρμένη, άγνωστης προέλευσης. Ο τ. φαίνεται ότι σημαίνει «[[νεαρός]] [[άνδρας]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέλλαξ]]) και έχει προέλθει από συμφυρμό τών τ. [[μεῖραξ]] και [[μέλλαξ]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για μεταφορική [[χρήση]] του τ. [[σμῖλαξ]] «[[είδος]] φυτού». Κατ' άλλους, [[τέλος]], η λ. μπορεί να συνδεθεί με τον τ. <i>μιλ</i>(<i>λ</i>)<i>ός</i> «[[βραδύς]], [[χαύνος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> ανθρωπωνύμιο <i>Μίλ</i>[[λ]]<i>αξ</i>), [[άποψη]] ελάχιστα πιθανή, λόγω της σημασιολογικής απόστασης τών τύπων].
|mltxt=<b>(I)</b><br />μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) το [[φυτό]] [[σμίλαξ]].<br /> <b>(II)</b><br />μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἡλικία]]<br />[[ἔνιοι]] δὲ [[μέλλαξ]]<br />καὶ παρ' Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος<br />ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος, πιθ. παρεφθαρμένη, άγνωστης προέλευσης. Ο τ. φαίνεται ότι σημαίνει «[[νεαρός]] [[άνδρας]]» ([[πρβλ]]. [[μέλλαξ]]) και έχει προέλθει από συμφυρμό τών τ. [[μεῖραξ]] και [[μέλλαξ]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για μεταφορική [[χρήση]] του τ. [[σμῖλαξ]] «[[είδος]] φυτού». Κατ' άλλους, [[τέλος]], η λ. μπορεί να συνδεθεί με τον τ. <i>μιλ</i>(<i>λ</i>)<i>ός</i> «[[βραδύς]], [[χαύνος]]» ([[πρβλ]]. ανθρωπωνύμιο <i>Μίλ</i>[[λ]]<i>αξ</i>), [[άποψη]] ελάχιστα πιθανή, λόγω της σημασιολογικής απόστασης τών τύπων].
}}
}}

Revision as of 14:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

(I)
μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)
(αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ.
(II)
μῑλαξ, -ακος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡλικία
ἔνιοι δὲ μέλλαξ
καὶ παρ' Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος
ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος, πιθ. παρεφθαρμένη, άγνωστης προέλευσης. Ο τ. φαίνεται ότι σημαίνει «νεαρός άνδρας» (πρβλ. μέλλαξ) και έχει προέλθει από συμφυρμό τών τ. μεῖραξ και μέλλαξ. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μεταφορική χρήση του τ. σμῖλαξ «είδος φυτού». Κατ' άλλους, τέλος, η λ. μπορεί να συνδεθεί με τον τ. μιλ(λ)ός «βραδύς, χαύνος» (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Μίλλαξ), άποψη ελάχιστα πιθανή, λόγω της σημασιολογικής απόστασης τών τύπων].