ἁλιήρης: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aliiris | |Transliteration C=aliiris | ||
|Beta Code=a(lih/rhs | |Beta Code=a(lih/rhs | ||
|Definition=ες, (ἐρέσσω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ες, (ἐρέσσω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sweeping the sea]], κώπη <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>455</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:32, 1 July 2020
English (LSJ)
ες, (ἐρέσσω)
A sweeping the sea, κώπη E.Hec.455 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 96] ες, meerdurchrudernd. κώπη Eur. Hec. 451.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιήρης: -ες, (ἐρέσσω) ἐπὶ κώπης, «ᾗ ἐρέσσουσι κατὰ τὴν θάλασσαν» δι’ ἧς κωπηλατοῦσιν, Εὐρ. Ἑκ. 455, Σχολ. αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fend la mer (rame).
Étymologie: ἅλς¹, ἐρέσσω.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
que surca el mar κώπη E.Hec.455.
Greek Monolingual
ἁλιήρης, -ες (Α)
ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλί- (< ἅλς) + -ήρης (το τέρμα συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα που απαντά και στο ουσ. ἐρέτης)].
Greek Monotonic
ἁλιήρης: -ες (ἐρέσσω), αυτός που σαρώνει τα κύματα, κώπη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιήρης: рассекающий, бороздящий море (κώπη Eur.).