μάκρων: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=makron
|Transliteration C=makron
|Beta Code=ma/krwn
|Beta Code=ma/krwn
|Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">longhead</b>: <b class="b3">Μάκρωνες, οἱ</b>, a people of Pontus, <span class="bibl">Hdt.2.104</span>, etc.</span>
|Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[longhead]]: <b class="b3">Μάκρωνες, οἱ</b>, a people of Pontus, <span class="bibl">Hdt.2.104</span>, etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:00, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάκρων Medium diacritics: μάκρων Low diacritics: μάκρων Capitals: ΜΑΚΡΩΝ
Transliteration A: mákrōn Transliteration B: makrōn Transliteration C: makron Beta Code: ma/krwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A longhead: Μάκρωνες, οἱ, a people of Pontus, Hdt.2.104, etc.

German (Pape)

[Seite 86] ωνος, ὁ, Langkopf, s. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

μάκρων: -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλὴν, μακροκέφαλος, Μάκρωνες, οἱ, λαός τις τοῦ Πόντου, Ἡρόδ. 2. 104, κλπ.· πρβλ. μακροκέφαλος.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
à longue tête ; οἱ Μάκρωνες, les hommes à longue tête, peuple du Pont.
Étymologie: μακρός.

Greek Monolingual

μάκρων, -ωνος, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει μακρύ και δυσανάλογο με το υπόλοιπο σώμα κεφάλι
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μάκρωνες
αρχαίος βαρβαρικός λαός που κατοικούσε κοντά στον Εύξεινο Πόντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επίθημα -ων].

Greek Monotonic

μάκρων: -ωνος, ὁ (μακρός), αυτός που έχει μακρό, μεγάλο κεφάλι· Μάκρωνες, οἱ, λαός του Πόντου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

μάκρων, ωνος, ὁ, μακρός
a longhead; Μάκρωνες, οἱ, a people of Pontus, Hdt.