πυροπώλης: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(1b) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῡροπώλης''': -ου, ὁ, πωλητὴς σίτου, σιτέμπορος, | |lstext='''πῡροπώλης''': -ου, ὁ, πωλητὴς σίτου, σιτέμπορος, Πολυδ. Ζ´, 18. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:51, 7 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ,
A wheat-merchant, corn-merchant, Poll. 7.18.
German (Pape)
[Seite 824] ὁ, Weizenverkäufer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῡροπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς σίτου, σιτέμπορος, Πολυδ. Ζ´, 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de blé.
Étymologie: πυρός, πωλέω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πωλητής σιτηρών, σιτέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. προβατο-πώλης.
Greek Monotonic
πῡροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), πωλητής σιταριού, σιτέμπορος.