διερῶ: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
(1a)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diero
|Transliteration C=diero
|Beta Code=dierw=
|Beta Code=dierw=
|Definition=serving as fut., διείρηκα as pf., of <b class="b3">διαγορεύω</b> (<b class="b3">διεῖπον</b> (q. v.), being aor.):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">say fully, distinctly, expressly</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>809e</span>, etc.; διείρηκεν ὁ νόμος <span class="bibl">D.20.28</span>, cf. <span class="bibl">23.72</span>:—Pass., aor. διερρήθην <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>932e</span>: pf. <b class="b3">διείρημαι</b> ib.<span class="bibl">813a</span>, etc.; διειρημένον <b class="b2">it having been expressly stated</b>, <span class="bibl">D.17.28</span>.</span>
|Definition=serving as fut., διείρηκα as pf., of <b class="b3">διαγορεύω</b> (<b class="b3">διεῖπον</b> (q. v.), being aor.):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">say fully, distinctly, expressly</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>809e</span>, etc.; διείρηκεν ὁ νόμος <span class="bibl">D.20.28</span>, cf. <span class="bibl">23.72</span>:—Pass., aor. διερρήθην <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>932e</span>: pf. <b class="b3">διείρημαι</b> ib.<span class="bibl">813a</span>, etc.; διειρημένον [[it having been expressly stated]], <span class="bibl">D.17.28</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:30, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερῶ Medium diacritics: διερῶ Low diacritics: διερώ Capitals: ΔΙΕΡΩ
Transliteration A: dierō̂ Transliteration B: dierō Transliteration C: diero Beta Code: dierw=

English (LSJ)

serving as fut., διείρηκα as pf., of διαγορεύω (διεῖπον (q. v.), being aor.):—

   A say fully, distinctly, expressly, Pl.Lg.809e, etc.; διείρηκεν ὁ νόμος D.20.28, cf. 23.72:—Pass., aor. διερρήθην Pl.Lg.932e: pf. διείρημαι ib.813a, etc.; διειρημένον it having been expressly stated, D.17.28.

Greek (Liddell-Scott)

διερῶ: χρησιμεύει ὡς μέλλ., τὸ δὲ διείρηκα ὡς πρκμ. τοῦ διαγορεύω (διεῖπον, ὃ ἴδε, εἶνε ὁ ἀόρ.)· - θὰ εἴπω ἐντελῶς, σαφῶς, φανερῶς, ὡρισμένως, ῥητῶς, Πλάτ. Νόμ. 809Ε, κτλ.· διείρηκεν ὁ νόμος Δημ. 465. 20, πρβλ. 644. 5. - Παθητ., ἀόρ. διερρήθην Πλάτ. Νόμ. 932Ε· πρκμ. διείρημαι αὐτόθι 813Α, κτλ.· διειρημένον, ῥητὴ διαταγή, ὁ αὐτ. 219. 23.

French (Bailly abrégé)

fut. de διείρω et de *διέρω.

Spanish (DGE)

v. διαλέγω.

Greek Monolingual

διερῶ (Α)
στραγγίζω, φιλτράρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ (-άω) «χύνω έξω, ξεχύνω»
(πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)].

Greek Monotonic

διερῶ: χρησιμ. ως μέλ., διείρηκα ως παρακ. του διαγορεύω, πρβλ. διεῖπον· θα πω με ακρίβεια, με σαφήνεια, θα εκφράσω ρητά, σε Πλάτ., Δημ. — Παθ., αόρ. αʹ διερρήθην, παρακ. διείρημαι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διερῶ: fut. к διαγορεύω или к διεῖπον.

Middle Liddell

perf διείρηκα διερῶ serving as fut., διείρηκα as perf., of διαγορεύω [cf. διεῖπον
to say fully, distinctly, expressly, Plat., Dem.:—Pass., aor1 διερρήθην, perf. διείρημαι, Plat.