σίκιννις: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(1b) |
(2b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σί˘κιννῐς, ορ σίκῑνις, ιδος, ἡ,<br />the Sicinnis, a [[dance]] of Satyrs used in the Satyrical [[drama]], Eur., Luc. [deriv. uncertain] | |mdlsjtxt=σί˘κιννῐς, ορ σίκῑνις, ιδος, ἡ,<br />the Sicinnis, a [[dance]] of Satyrs used in the Satyrical [[drama]], Eur., Luc. [deriv. uncertain] | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''σίκιννις''': -ιδος<br />{síkin(n)is}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Tanz der Satyrn]]<br />'''See also''': s. [[κηκίς]], [[κηκίω]].<br />'''Page''' 2,704 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 2 October 2019
English (LSJ)
[σῐ], or σίκῑνις (E.Cyc.37), ιδος, ἡ, acc.
A Σίκιννιν D.H.7.72:—Sicinnis, a dance of Satyrs used in the Satyric drama, S.Fr.772, E. l.c., D.H. l.c., Luc.Salt.22: named from its inventor Sicinnus, Ath.1.20e, cf. Scamon 1; or from Sicinnis, a nymph of Cybele, although originally danced in honour of Sabazios, Arr.Fr.106J.— Also written Σίκιννον, τό, Suid.; Σίκιννα, AB267.
German (Pape)
[Seite 880] ιδος, ἡ, die Sikinnis, ein Tanz der Satyrn, der im Satyrdrama gebräuchlich war; κρότος σικιννίδων, Eur. Cycl. 37; vom Erfinder Sikinnos benannt; vgl. Ath. I, 20. XIV, 618. 630; Poll. 4, 99; Schol. Ar. Nubb. 540.
Greek (Liddell-Scott)
σίκιννῐς: [σῐ], ἢ σίκῑνις (Δινδ. εἰς Εὐρ. Κύκλ. 37), -ιδος, ἡ, ἀλλ’ αἰτ. Σίκιννιν Διον. Ἁλ. 7. 72· - ὄρχησις τῶν σατύρων ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διον. Ἁλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. π. Ὀρχ. 22· ὀνομασθεῖσα ἀπὸ τοῦ ἐπινοήσαντος αὐτὴν Σικίννου, παρ’ Ἀθην. 20Ε, 630Β· ἢ ἐκ τῆς Σικίννιδος, νύμφης τῆς Κυβέλης, Ἀρρ. παρ’ Εὐστ. 1078. 20. - Φέρεται καὶ Σίκιννον, τό, Κλήμ. Ἀλ. 271, Σουΐδ.· Σίκιννα, τό, Α. Β. 267. Ἐξ ἀρχῆς χορὸς Κρητικὸς εἰς τιμὴν τοῦ Σαβαζίου, Höck’ s Kreta, 1, σ. 209, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
acc. -ιν;
danse de Satyres.
Étymologie: DELG mot phrygien.
Greek Monolingual
ή σίκινις, -ίνιδος, ἡ, και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, σίκκινα, και κατά το λεξ. Σούδα σίκκινον, τὸ, Α
είδος όρχησης στο σατυρικό δράμα, κατά την οποία οι Σάτυροι χόρευαν με γοργό ρυθμό, με τη συνοδεία λύρας ή αυλού και κάνοντας πολύ κρότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τους Αρχαίους, η λ. σίκιννις έχει σχηματιστεί είτε από το όνομα του επινοητή του χορού Σίκιννος είτε από το όνομα μιας νύμφης της Κυβέλης. Κατά τις νεώτερες απόψεις, όμως, πρόκειται πιθ. για θρακοφρυγικό τ. που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kāk- «πηδώ, στριφογυρίζω, αναβλύζω» (πρβλ. κηκίς, κηκίω)].
Greek Monotonic
σίκιννῐς: [σῐ] ή σίκῑνις, -ιδος, ἡ, η Σίκιννις, χορός των Σατύρων στο σατυρικό δράμα, σε Ευρ., Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίκιννῐς -ιδος, ἡ sikinnis (dans van satyrs).
Frisk Etymological English
ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: dance of the satyrs (S. fr. 772, E. Cycl. 37, DH).
See also: s. κηκίς, κηκίω.
Middle Liddell
σί˘κιννῐς, ορ σίκῑνις, ιδος, ἡ,
the Sicinnis, a dance of Satyrs used in the Satyrical drama, Eur., Luc. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
σίκιννις: -ιδος
{síkin(n)is}
Grammar: f.
Meaning: Tanz der Satyrn
See also: s. κηκίς, κηκίω.
Page 2,704