ποδορραγής: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=podorragis | |Transliteration C=podorragis | ||
|Beta Code=podorragh/s | |Beta Code=podorragh/s | ||
|Definition=ές, (<b class="b3">ῥήγνυμι</b>) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, (<b class="b3">ῥήγνυμι</b>) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[bursting forth at a stamp of the foot]], <b class="b3">ὕδατα π</b>., of Pirene and Hippocrene, <span class="title">AP</span>9.225 (Honest.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:30, 30 June 2020
English (LSJ)
ές, (ῥήγνυμι)
A bursting forth at a stamp of the foot, ὕδατα π., of Pirene and Hippocrene, AP9.225 (Honest.).
Greek (Liddell-Scott)
ποδορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) ὁ ἐξορμῶν ἐπὶ τῇ κρούσει τοῦ ποδός, ὕδατα π., ὡς ἡ Ἱπποκρήνη, Ἀνθ. Π. 9. 225.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s’entrouvre d’un coup de pied.
Étymologie: πούς, ῥήγνυμι.
Greek Monolingual
-ές Α
(για το νερό της Ιπποκρήνης και της Πειρήνης) αυτό που ανάβλυσε όταν ένα πόδι αλόγου ράγισε την πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ρραγής (< θ. ραγ-, πρβλ. ἐ-ρράγ-ην, παθ. αόρ. β' του ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. αιμο-ρραγής].
Greek Monotonic
ποδορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), αυτός που σπάζει κατά την κρούση των ποδιών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ποδορρᾰγής: вскрытый ударом ноги: ἵππου δῶρα ποδορραγέα Anth. дары от удара копыта коня, т. е. Пегаса (о Гиппокрене и т. п. источниках).
Middle Liddell
ποδορ-ρᾰγής, ές ῥήγνυμι
bursting forth at a stamp of the foot, Anth.