ἀποχρήματος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(1a)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apochrimatos
|Transliteration C=apochrimatos
|Beta Code=a)poxrh/matos
|Beta Code=a)poxrh/matos
|Definition=<b class="b3">ζημία ἀ</b>. forfeiture <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of my inheritance</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>275</span>.</span>
|Definition=<b class="b3">ζημία ἀ</b>. forfeiture <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of my inheritance]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>275</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:31, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχρήμᾰτος Medium diacritics: ἀποχρήματος Low diacritics: αποχρήματος Capitals: ΑΠΟΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: apochrḗmatos Transliteration B: apochrēmatos Transliteration C: apochrimatos Beta Code: a)poxrh/matos

English (LSJ)

ζημία ἀ. forfeiture

   A of my inheritance, A.Ch.275.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχρήματος: -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ruineux.
Étymologie: ἀπό, χρῆμα.

Spanish (DGE)

(ἀποχρήμᾰτος) -ον
consistente en dinero, pecuniario ζημία A.Ch.277.

Greek Monolingual

ἀποχρήματος, -ον (Α)
φρ. «ἀποχρήματος ζημία» — αποστέρηση των δικαιωμάτων πάνω στην πατρική περιουσία.

Greek Monotonic

ἀποχρήματος: -ον = ἀχρήματος· ζημία ἀποχρήματος, ποινή που δεν είναι χρηματική, ποινή που εκτίεται με αίμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχρήματος: разорительный, делающий нищим (ζημίαι Aesch.).

Middle Liddell

= ἀχρήματος
ζημία ἀποχρ. a penalty but not of money, Aesch.