ἄψαυστος: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(1a) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄψαυστος:''' <b class="num">1)</b> нетронутый, невредимый (ἡ [[μελιτόεσσα]] Her.; τὸ [[βρέτας]] τῆς θεοῦ Plut.; [[κορεία]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> не прикоснувшийся: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);<br /><b class="num">3)</b> неприкосновенный, запретный ([[ὕδωρ]] ἄψαυστύν τινι Thuc.). | |elrutext='''ἄψαυστος:'''<br /><b class="num">1)</b> нетронутый, невредимый (ἡ [[μελιτόεσσα]] Her.; τὸ [[βρέτας]] τῆς θεοῦ Plut.; [[κορεία]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> не прикоснувшийся: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);<br /><b class="num">3)</b> неприкосновенный, запретный ([[ὕδωρ]] ἄψαυστύν τινι Thuc.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ψαύω]]<br /><b class="num">I.</b> [[untouched]], not to be touched, [[sacred]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> act. not [[touching]] a [[thing]], c. gen., Soph. | |mdlsjtxt=[[ψαύω]]<br /><b class="num">I.</b> [[untouched]], not to be touched, [[sacred]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> act. not [[touching]] a [[thing]], c. gen., Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A untouched, Hdt. 8.41, Thphr.HP5.5.6, Ph.2.14; not to be touched, sacred, Th.4.97; χρήματα App.BC2.41. II Act., not touching, c. gen., ἄ. ἔγχους S.OT969; ἄ. τέκνων, of persons dying young, Epigr.Gr.241.2 (Smyrna).
Greek (Liddell-Scott)
ἄψαυστος: -ον, ὁ μὴ ψαυσθείς, Ἡρόδ. 8. 41· ὃν δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ψαύσῃ, ἱερός, ὡς τὸ ἄθικτος, Θουκ. 4. 97. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐγγίζων, μὴ ψαύσας, ἐπὶ τῶν ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ ἀποθνησκόντων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non touché, intact;
2 qu’on ne peut toucher, sacré;
II. qui ne touche pas à, gén..
Étymologie: ἀ, ψαύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 no tocado, intacto ἡ μελιτόεσσα ... ἦν ἄ. Hdt.8.41, de maderas, Thphr.HP 5.5.6, τὸν γάμον ... διατηρήσας ἄψαυστόν τε καὶ σῷον Ph.2.14, ὄιν δ' ἄψαυστον ἐάσσας Nonn.D.17.49, ἀψαύστοιο ... κορείας AP 5.217 (Paul.Sil.).
2 no tocable, que no se puede tocar e.d. sagrado ὕδωρ Th.4.97, σφραγίς Lyc.508, χρήματα App.BC 2.41, cf. Poll.1.9.
3 que no toca o no ha tocado c. gen. ἐγὼ δ' ... ἄ. ἔγχους S.OT 969, νηδυίων ἄψαυστος ... χαλκός A.R.2.113, ἄψαυστοι τέκνων que no han tenido hijos, ISmyrna 523.2 (II/I a.C.).
Greek Monolingual
ἄψαυστος, -ον (AM) ψαύω
1. ανέγγιχτος, άθικτος
2. εκείνος τον οποίο δεν επιτρέπεται ν' αγγίξει κανείς, ο ιερός
αρχ.
όποιος δεν αγγίζει κάτι.
Greek Monotonic
ἄψαυστος: -ον (ψαύω)·
I. ανέγγιχτος, αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει κάποιος, ιερός, σε Θουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν αγγίζει ένα πράγμα, με γεν., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄψαυστος:
1) нетронутый, невредимый (ἡ μελιτόεσσα Her.; τὸ βρέτας τῆς θεοῦ Plut.; κορεία Anth.);
2) не прикоснувшийся: ἄ. ἔγχους Soph. непричастный к копью (т. е. к убийству);
3) неприкосновенный, запретный (ὕδωρ ἄψαυστύν τινι Thuc.).
Middle Liddell
ψαύω
I. untouched, not to be touched, sacred, Thuc.
II. act. not touching a thing, c. gen., Soph.