θηρευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau

Menander, Monostichoi, 110
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thireftikos
|Transliteration C=thireftikos
|Beta Code=qhreutiko/s
|Beta Code=qhreutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> of <b class="b2">for hunting</b>, <b class="b3">κύνες θ</b>. <b class="b2">hounds</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>157</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>6.3</span>; <b class="b3">βίος θ</b>. the life <b class="b2">of hunters</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1256b2</span>: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <b class="b2">hunting, the chase</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>289a</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>223b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. gen., <b class="b2">hunting after</b>, τῆς τροφῆς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488a19</span>: metaph., θ. τέχνη ἀνθρώπων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>290b</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] of <b class="b2">for hunting</b>, <b class="b3">κύνες θ</b>. [[hounds]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>157</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>6.3</span>; <b class="b3">βίος θ</b>. the life <b class="b2">of hunters</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1256b2</span>: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <b class="b2">hunting, the chase</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>289a</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>223b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. gen., <b class="b2">hunting after</b>, τῆς τροφῆς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488a19</span>: metaph., θ. τέχνη ἀνθρώπων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>290b</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:25, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρευτικός Medium diacritics: θηρευτικός Low diacritics: θηρευτικός Capitals: ΘΗΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thēreutikós Transliteration B: thēreutikos Transliteration C: thireftikos Beta Code: qhreutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of of for hunting, κύνες θ. hounds, Ar.Pl.157, X.Lac.6.3; βίος θ. the life of hunters, Arist.Pol.1256b2: ἡ -κή (sc. τέχνη) hunting, the chase, Pl.Plt.289a, cf. Sph.223b.    2 c. gen., hunting after, τῆς τροφῆς Arist.HA488a19: metaph., θ. τέχνη ἀνθρώπων Pl.Euthd.290b.

German (Pape)

[Seite 1209] = θηρατικός, z. B. κύνες Ar. Pl. 157; Plat. Rep. V, 459 a; ἡ θ., die Jagdkunst, Polit. 289 a, wie τὸ θηρευτικόν Soph. 221 b; vgl. Euthyd. 290 b.

Greek (Liddell-Scott)

θηρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θήραν, κύνες θ. Ἀριστοφ. Πλ. 157, Ξεν. Λακ. 6, 3· βίος θ., ὁ βίος τῶν κυνηγῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 8· - ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη), τὸ κυνήγιον, ἡ θήρα, Πλάτ. Πολιτ. 289Α· μεταφ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 290Β. 2) μετὰ γεν., καὶ τὰ μὲν (τῶν ζῴων) θηρευτικά, τὰ δὲ θησαυριστικὰ τῆς τροφῆς ἐστι Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 27.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de chasse, propre à la chasse ; κύνες θηρευτικοί chiens de chasse.
Étymologie: θηρευτός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θηρευτικός, -ή, -όν) θηρευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, που είναι ειδικός στο να κυνηγά, κυνηγετικός
αρχ.
1. αυτός που κυνηγά, που επιδιώκει κάτι
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ θηρευτική (ενν. τέχνη)
η θήρα, το κυνήγι
3. φρ. «θηρευτικός βίος» — η ζωή τών κυνηγών
4. μτφ. φρ. «θηρευτικὴ τέχνη ἀνθρώπων» — η τέχνη του να προσοικειώνεσαι, να προσελκύεις ανθρώπους, Πλάτ.).
επίρρ...
θηρευτικῶς (Α)
με τρόπο θηρευτικό, κυνηγετικό, προσελκυστικό.

Greek Monotonic

θηρευτικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή προορίζεται για κυνήγι· κύνεςθηρευτικοί, κυνηγόσκυλα, σε Αριστοφ., Ξεν.· βίος θηρευτικός, η ζωή των κυνηγών, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

θηρευτικός:
1) охотничий (κύνες Arph., Xen., Plut.; βίος Arst.);
2) охотящийся, занимающийся охотой (ζῷον Arst.);
3) пригодный для исследования (τινος Arst.).

Middle Liddell

θηρευτικός, ή, όν
of or for hunting, κύνες θ. hounds, Ar., Xen.; βίος θ. the life of hunters, Arist. [from θηρεύω