συγκτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygktizo
|Transliteration C=sygktizo
|Beta Code=sugkti/zw
|Beta Code=sugkti/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">join with</b> another <b class="b2">in founding</b> or <b class="b2">colonizing</b>, σ. Βάττῳ Κυρήνην <span class="bibl">Hdt.4.156</span>, cf. <span class="bibl">Th.7.57</span>; τῶν συνεκτικότων τὴν πατρίδα <span class="title">CIG</span> 2771 i6 (Aphrodisias), cf. 2814 (ibid.), <span class="title">Jahresh.</span>28.57 (ibid.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι</b> well <b class="b2">cultivated</b>, <span class="bibl">Str.4.6.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">to be created along with</b>, μετὰ . . <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span>1.14</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">join with</b> another <b class="b2">in founding</b> or [[colonizing]], σ. Βάττῳ Κυρήνην <span class="bibl">Hdt.4.156</span>, cf. <span class="bibl">Th.7.57</span>; τῶν συνεκτικότων τὴν πατρίδα <span class="title">CIG</span> 2771 i6 (Aphrodisias), cf. 2814 (ibid.), <span class="title">Jahresh.</span>28.57 (ibid.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι</b> well [[cultivated]], <span class="bibl">Str.4.6.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">to be created along with</b>, μετὰ . . <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span>1.14</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:50, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκτίζω Medium diacritics: συγκτίζω Low diacritics: συγκτίζω Capitals: ΣΥΓΚΤΙΖΩ
Transliteration A: synktízō Transliteration B: synktizō Transliteration C: sygktizo Beta Code: sugkti/zw

English (LSJ)

   A join with another in founding or colonizing, σ. Βάττῳ Κυρήνην Hdt.4.156, cf. Th.7.57; τῶν συνεκτικότων τὴν πατρίδα CIG 2771 i6 (Aphrodisias), cf. 2814 (ibid.), Jahresh.28.57 (ibid.).    2 αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι well cultivated, Str.4.6.9.    II Pass., to be created along with, μετὰ . . LXX Si.1.14.

German (Pape)

[Seite 970] mit erbauen, gründen, z. B. eine Colonie, τινί, Her. 4, 156; Thuc. 7, 57; mit schaffen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

συγκτίζω: μέλλ. -ίσω· πρκμ. -έκτικα· βοηθῶ τινα ἢ συνεργῶ μετά τινος εἰς κτίσιν πόλεως, ἢ ἵδρυσιν ἀποικίας, συγκτίζουσι Βάττῳ Κυρρήνην Ἡρόδ. 4. 156, πρβλ. Θουκ. 7. 57· τῶν συνεκτικότων τὴν πατρίδα Συλλ. Ἐπιγρ. 2771. 1. 6, πρβλ. 2814. 2) αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι, καλῶς κεκαλλιεργημένοι, Στράβ. 206. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., συνεργῶ εἰς τὴν δημιουργίαν. ― Παθ., δημιουργοῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, Ἑβδ. (Σειρὰχ Α΄, 14).

French (Bailly abrégé)

pf. συνέκτικα, Pass. pf. συνέκτισμαι;
fonder avec ; coloniser avec.
Étymologie: σύν, κτίζω.

Greek Monolingual

Α κτίζω
1. κτίζω ή ιδρύω από κοινού με άλλον πόλη ή αποικία
2. (γενικά) κτίζω, ιδρύωχωρίον συνέκτισε Γάβα καλούμενον», Ιώσ.)
3. παθ. συγκτίζομαι
α) δημιουργούμαι μαζί με άλλον
β) καλλιεργούμαι («χωρία καλῶς γεωργεῑσθαι δυνάμενα καὶ αὐλῶνες εὖ συνεκτισμένοι», Στράβ.).

Greek Monotonic

συγκτίζω: μέλ. -ίσω, παρακ. -έκτῐκα·
I. μετέχω από κοινού στην ίδρυση ή τον αποικισμό, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. Παθ., μτχ. παρακ., συνεκτισμένος, αυτός που έχει αναπτυχθεί καλά.

Russian (Dvoretsky)

συγκτίζω: совместно основывать или колонизовать (Κυρήνην τινί Her.): τὴν Γέλαν Ῥοδίοις ξυγκτίσαι Thuc. основать вместе с родосцами Гелу.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κτίζω, Att. ook ξυγκτίζω samen met... stichten, met dat.. σ. Βάττῳ Κυρήνην samen met Battus Cyrene stichten Hdt. 4.156.2.

Middle Liddell

fut. ίσω perf. -έκτῐκα
I. to join with another in founding or colonising, Hdt., Thuc.
II. Pass., perf. part. συνεκτισμένος well-cultivated.