συνθεσία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synthesia
|Transliteration C=synthesia
|Beta Code=sunqesi/a
|Beta Code=sunqesi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[σύνθεσις]] 111, mostly in pl., <b class="b2">covenant, treaty</b>, <b class="b3">πῇ δὴ συνθεσίαι . .</b>; <span class="bibl">Il.2.339</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.340</span>, etc.: also in sg., <span class="bibl">Id.4.340</span>, al., Epic.<span class="title">Oxy.</span>214r.13; <b class="b3">περὶ συνθεσίης</b> for a <b class="b2">wager</b>, Posidipp. ap. <span class="bibl">Ath.10.412e</span> (<b class="b3">καίπερ σ</b>. codd.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">οὐδ' . . ἐλήθετο συνθεσιάων</b> nor did he forget the <b class="b2">instructions</b>, <span class="bibl">Il.5.319</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Medic., = <b class="b2">continuatio</b>, Gloss.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[σύνθεσις]] 111, mostly in pl., <b class="b2">covenant, treaty</b>, <b class="b3">πῇ δὴ συνθεσίαι . .</b>; <span class="bibl">Il.2.339</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.340</span>, etc.: also in sg., <span class="bibl">Id.4.340</span>, al., Epic.<span class="title">Oxy.</span>214r.13; <b class="b3">περὶ συνθεσίης</b> for a [[wager]], Posidipp. ap. <span class="bibl">Ath.10.412e</span> (<b class="b3">καίπερ σ</b>. codd.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">οὐδ' . . ἐλήθετο συνθεσιάων</b> nor did he forget the [[instructions]], <span class="bibl">Il.5.319</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Medic., = [[continuatio]], Gloss.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 20:10, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθεσία Medium diacritics: συνθεσία Low diacritics: συνθεσία Capitals: ΣΥΝΘΕΣΙΑ
Transliteration A: synthesía Transliteration B: synthesia Transliteration C: synthesia Beta Code: sunqesi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = σύνθεσις 111, mostly in pl., covenant, treaty, πῇ δὴ συνθεσίαι . .; Il.2.339, cf. A.R.1.340, etc.: also in sg., Id.4.340, al., Epic.Oxy.214r.13; περὶ συνθεσίης for a wager, Posidipp. ap. Ath.10.412e (καίπερ σ. codd.).    2 οὐδ' . . ἐλήθετο συνθεσιάων nor did he forget the instructions, Il.5.319.    II Medic., = continuatio, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

συνθεσία: ἡ, = σύνθεσις· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ συνθῆκαι, συμφωνία, σύμβασις, συνθήκη, πῇ δὴ συνθεσίαι…; Ἰλ. Β. 339· οὐδ’… ἐλήθετο συνθεσιάων, οὐδ’ ἐλησμόνησε τὰς παραγγελίας, Ε. 319· οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 340, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ.· περὶ συνθεσίης, ἐπὶ στοιχήματος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 412Ε. ― Πρβλ. σύνθεσις ΙΙΙ, συνθήκη ΙΙ, συνημοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 convention, pacte;
2 instructions, ordres.
Étymologie: συντίθημι.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συνθεσίη, ἡ, Α
1. συναρμογή, αρμός
2. συνέχεια
3. στοίχημα
4. στον πληθ. αἱ συνθεσίαι
α) συνθήκες, συμφωνίες
β) εντολές ή συμβουλές («οὐδ' υἱὸς Καπανῆος ἐλήθετο συνθεσιάων τάων», Ομ, Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθεσις, κατά τα θηλ. σε -ία].

Greek Monotonic

συνθεσία: ἡ (συντίθημι), κατά κανόνα στον πληθ., όπως το συνθῆκαι· σύμβαση, συνθήκη, σύμφωνο, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. γεν. πληθ., συνθεσιάων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνθεσία: ион. συνθεσίη ἡ pl.
1) соглашение, условие или обет Hom.;
2) указание, наставление Hom.

Middle Liddell

συνθεσία, ἡ, συντίθημι
mostly in pl., like συνθῆκαι, a covenant, treaty, Il.; epic gen. pl. συνθεσιάων Il.