τραπεζεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trapezeys
|Transliteration C=trapezeys
|Beta Code=trapezeu/s
|Beta Code=trapezeu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">at, of a table</b>, in Hom. always <b class="b3">κύνες τραπεζῆες</b> dogs <b class="b2">fed from their master's table</b>, <span class="bibl">Il.22.69</span>, <span class="bibl">23.173</span>, <span class="bibl">Od.17.309</span>:—τραπεζῆται in Ibyc.60; cf. τραπεζίτης 111. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">parasite</b>, Plu.2.50c; Ἅιδου τ. Aristias Trag.<span class="bibl">3</span>.</span>
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">at, of a table</b>, in Hom. always <b class="b3">κύνες τραπεζῆες</b> dogs <b class="b2">fed from their master's table</b>, <span class="bibl">Il.22.69</span>, <span class="bibl">23.173</span>, <span class="bibl">Od.17.309</span>:—τραπεζῆται in Ibyc.60; cf. τραπεζίτης 111. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[parasite]], Plu.2.50c; Ἅιδου τ. Aristias Trag.<span class="bibl">3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:55, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραπεζεύς Medium diacritics: τραπεζεύς Low diacritics: τραπεζεύς Capitals: ΤΡΑΠΕΖΕΥΣ
Transliteration A: trapezeús Transliteration B: trapezeus Transliteration C: trapezeys Beta Code: trapezeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A at, of a table, in Hom. always κύνες τραπεζῆες dogs fed from their master's table, Il.22.69, 23.173, Od.17.309:—τραπεζῆται in Ibyc.60; cf. τραπεζίτης 111.    II parasite, Plu.2.50c; Ἅιδου τ. Aristias Trag.3.

German (Pape)

[Seite 1134] ὁ, am Tische, zum Tische gehörig; κύνες τραπεζῆες, Tisch- od. Haushunde der Reichen, die ins Speisezimmer kommen durften; Il. 22, 69. 23, 173 Od. 17, 309; Aristias bei Ath. XV, 686; τραπεζήεσσι κύνεσσι Opp. Cyn. 1, 473. – Dah. ein Schmarotzer, Plut. ad. et am. discr. 5 u. D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζεύς: έως, ὁ, ὁ παρὰ τράπεζαν ἢ ὁ εἰς τράπεζαν ἀνήκων, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, κύνες τραπεζῆες, τρεφόμενοι ἐκ τῆς τραπέζης τοῦ κυρίου αὑτῶν, Ἰλ. Χ. 69. Ψ. 173, Ὀδ. Ρ. 309· - τραπεζῆται παρ’ Ἰβύκ. 40· τραπεζήεντες ἐν Ὀππ. Κυνηγ. 1. 473. ΙΙ. παράσιτος, Πλούτ. 2. 50C· Ἄιδου τρ. Ἀρισκίας παρ’ Ἀθην. 686Α.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui vit de la table de qqn ; κύων τραπεζεύς IL, OD chien domestique ; abs. parasite.
Étymologie: τράπεζα.

English (Autenrieth)

ῆος: belonging to the table; κύνες, ‘table-dogs,’ i. e. fed from the table, cf. ‘lap-dog.’

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. (στον Όμ.) (κυρίως με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην τράπεζα, στο τραπέζι («τραπεζῆες κύνες» — τα σκυλιά που τρέφονταν από το τραπέζι, από τα φαγητά τών κυρίων τους, Ομ. Ιλ.)
2. ομοτράπεζος, σύνδειπνος
3. αυτός που ζει εις βάρος άλλου απομυζώντας τον, παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -εύς (πρβλ. χυτρ-εύς)].

Greek Monotonic

τρᾰπεζεύς: -έως, ὁ, αυτός που βρίσκεται κοντά στο τραπέζι ή αυτός που ανήκει σε αυτό, κύνες τραπεζῆες (Ιων. αντί τραπεζεῖς), οι σκύλοι που τρέφονται από το τραπέζι του κυρίου τους, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζεύς: έως adj. m кормящийся с домашнего стола, т. е. домашний (κύνες Hom.).
έως ὁ прихлебатель, парасит Plut.

Middle Liddell

τρᾰπεζεύς, έως, ὁ, [from τράπεζα
at, of a table, κύνες τραπεζῆες (ionic for τραπεζεῖσ) dogs fed from their master's table, Hom.