φυλλόστρωτος: Difference between revisions
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fyllostrotos | |Transliteration C=fyllostrotos | ||
|Beta Code=fullo/strwtos | |Beta Code=fullo/strwtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[made of leafy branches]], χαμεῦναι <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>9</span> (anap.): <b class="b2">leaf-strewn</b>, heterocl. dat. φυλλοστρῶτι πέδῳ <span class="bibl">Theoc.<span class="title">Ep.</span> 3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:09, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A made of leafy branches, χαμεῦναι E.Rh.9 (anap.): leaf-strewn, heterocl. dat. φυλλοστρῶτι πέδῳ Theoc.Ep. 3.
German (Pape)
[Seite 1315] mit Blättern, Laub überstreu't, bedeckt, λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους Eur. Rhes. 9.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλόστρωτος: -ον, ἐστρωμένος ἢ κεκαλυμμένος διὰ φύλλων, Εὐρ. Ρῆσ. 9· ― ἐκ τοῦ τύπου φυλλοστρώς, εὑρίσκομεν τὴν δοτ. φυλλοστρῶτι πέδῳ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 429.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
jonché de feuilles.
Étymologie: φύλλον, στρώννυμι.
Greek Monolingual
-ον και φυλλοστρώς, -ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α
στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ.
β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθό-στρωτος, πορφυρό-στρωτος].
Greek Monotonic
φυλλόστρωτος: -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. φυλλοστρῶτι (όπως από φυλλο-στρώς), σε Θεόκρ.
Middle Liddell
φυλλό-στρωτος, ον,
strewed or covered with leaves, Eur.:—also dat. φυλλοστρῶτι (as if from φυλλο-στρώσ), Theocr.