κισσοφόρος: Difference between revisions
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κισσοφόρος]], αττ. τ. [[κιττοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[στεφανωμένος]] με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα [[νάπη]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[κισσοφόρος]], αττ. τ. [[κιττοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[στεφανωμένος]] με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα [[νάπη]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κισσοφόρος]]<br />[[νόμισμα]] που είχε ως [[έμβλημα]] κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νικη</i>-[[φόρος]], [[τροπαιοφόρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
English (LSJ)
Att. κιττ-, ον,
A ivy-wreathed, of Dionysus, Pi.O.2.27, Ar.Th.988 (lyr.), BCH50.240 (Thasos, iii/ii B.C.); ὁ κ. παῖς Διός ib.529 (Marathon, ii A.D.): metaph., κ. διθύραμβοι Simon.148. 2 luxuriant with ivy, νάπη E.Tr.1066(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1443] Epheu tragend, hervorbringend, Ἰδαῖα νάπη Eur. Troad. 1066; – wie die Bacchanten mit Epheu umkränzt, od. den mit Epheu umwundenen Thyrsus tragend, Bacchus, Pind. Ol. 2, 30; Ar. Thesm. 688; διθύραμβοι Simonds. 70 (XIII, 28).
Greek (Liddell-Scott)
κισσοφόρος: Ἀττ. κιττ-, ον, φέρων κισσὸν ἢ ἐστεφανωμένος διὰ κισσοῦ, Πινδ. Ο. 2. 50, Ἀριστοφ. Θεσμ. 988· ― πρβλ. κιστοφόρος. 2) θάλλων ἐκ κισσοῦ, νάπη Εὐρ. Τρῳ 1066.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné de lierre ou qui porte le thyrse entouré de lierre.
Étymologie: κισσός, φέρω.
English (Slater)
κισσοφόρος
1 ivy bearing of Dionysos. παῖς ὁ κισσοφόρος (O. 2.27)
Greek Monolingual
κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, -ον (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ.
β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.)
2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κισσοφόρος
νόμισμα που είχε ως έμβλημα κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη-φόρος, τροπαιοφόρος.
Greek Monotonic
κισσοφόρος: Αττ. κιττ-, -ον (φέρω), αυτός που φέρει κισσό ή είναι στεφανωμένος με κισσό, σε Πίνδ.· πλούσιος σε κισσό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κισσοφόρος: атт. κιττοφόρος 2
1) поросший плющом (νάπη Eur.);
2) увитый плющом (Βάκχος Pind.; перен. διθύραμβος Anth.).