κατανόημα: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατανόημα]], τὸ (Α) [[κατανοώ]]<br />[[επινόημα]], [[εφεύρεση]] («τοῡτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[κατανόημα]], τὸ (Α) [[κατανοώ]]<br />[[επινόημα]], [[εφεύρεση]] («τοῦτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανόημα Medium diacritics: κατανόημα Low diacritics: κατανόημα Capitals: ΚΑΤΑΝΟΗΜΑ
Transliteration A: katanóēma Transliteration B: katanoēma Transliteration C: katanoima Beta Code: katano/hma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A purpose, contrivance, τὸ τῶν θεῶν τοῦ κόσμου κ. Pl.Epin.987d; κ. Χρηματιστικόν Arist.Pol.1259a7.

German (Pape)

[Seite 1366] τό, das Bemerkte, die Beobachtung, Wahrnehmung, τοῦ κόσμου Plat. Epin. 987 d; bei Arist. pol. 1, 11 das Ausgesonnene, Erfindung.

Greek (Liddell-Scott)

κατανόημα: τό, κατανοηθέν, ἐπινόημα, ἐφεύρεσις, Πλάτ. Ἐπιν. 987D, Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 8.

Greek Monolingual

κατανόημα, τὸ (Α) κατανοώ
επινόημα, εφεύρεση («τοῦτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

κατανόημα: ατος τό
1) понимание, знание (τῶν θεῶν, τοῦ κόσμου Plat.);
2) мысль, выдумка, изобретение (κ. χρηματιστικον Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατανόημα -ατος, τό [κατανοέω] bedenksel, vondst.