τουναντίον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[τοὐναντίον]] ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> αντιθέτως, [[απεναντίας]] («εγώ δεν τον πρόσβαλα, [[τουναντίον]], του μίλησα με τη μεγαλύτερη [[ευγένεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κράση]] [[αντί]] τὸ [[ἐναντίον]]) το αντίθετο, το [[τελείως]] διαφορετικό («[[τοὐναντίον]] τοῑς ἄλλοις πέπονθε», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[τοὐναντίον]] ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> αντιθέτως, [[απεναντίας]] («εγώ δεν τον πρόσβαλα, [[τουναντίον]], του μίλησα με τη μεγαλύτερη [[ευγένεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κράση]] [[αντί]] τὸ [[ἐναντίον]]) το αντίθετο, το [[τελείως]] διαφορετικό («[[τοὐναντίον]] τοῖς ἄλλοις πέπονθε», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 25 March 2021

Greek Monolingual

τοὐναντίον ΝΑ
νεοελλ.
επίρρ. αντιθέτως, απεναντίας («εγώ δεν τον πρόσβαλα, τουναντίον, του μίλησα με τη μεγαλύτερη ευγένεια»)
αρχ.
(κράση αντί τὸ ἐναντίον) το αντίθετο, το τελείως διαφορετικό («τοὐναντίον τοῖς ἄλλοις πέπονθε», Αριστοφ.).