λαγάρα: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /> <b>1.</b> [[υγρό]] απαλλαγμένο από [[κάθε]] [[ξένη]] [[ουσία]], κατασταλαγμένο, καθαρό και διαυγές, [[λαμπίκος]] («[[κρασί]] [[λαγάρα]]»)<br /> <b>2.</b> [[κάθε]] [[προϊόν]] διήθησης<br /> <b>3.</b> (για χρυσό) [[αμιγής]], [[άπεφθος]], [[χωρίς]] [[ξένα]] σώματα<br /> <b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[πράγμα]] άριστης ποιότητας<br /> β) (<b>για πρόσ.</b>) [[ειλικρινής]], [[τίμιος]], [[άψογος]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το επίθ. <span style="color: red;"><</span> [[λαγαρός]] ( | |mltxt=η<br /> <b>1.</b> [[υγρό]] απαλλαγμένο από [[κάθε]] [[ξένη]] [[ουσία]], κατασταλαγμένο, καθαρό και διαυγές, [[λαμπίκος]] («[[κρασί]] [[λαγάρα]]»)<br /> <b>2.</b> [[κάθε]] [[προϊόν]] διήθησης<br /> <b>3.</b> (για χρυσό) [[αμιγής]], [[άπεφθος]], [[χωρίς]] [[ξένα]] σώματα<br /> <b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[πράγμα]] άριστης ποιότητας<br /> β) (<b>για πρόσ.</b>) [[ειλικρινής]], [[τίμιος]], [[άψογος]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το επίθ. <span style="color: red;"><</span> [[λαγαρός]] ([[πρβλ]]. [[πικρός]] > [[πίκρα]], [[λάβρος]] > [[λάβρα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. υγρό απαλλαγμένο από κάθε ξένη ουσία, κατασταλαγμένο, καθαρό και διαυγές, λαμπίκος («κρασί λαγάρα»)
2. κάθε προϊόν διήθησης
3. (για χρυσό) αμιγής, άπεφθος, χωρίς ξένα σώματα
4. μτφ. πράγμα άριστης ποιότητας
β) (για πρόσ.) ειλικρινής, τίμιος, άψογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το επίθ. < λαγαρός (πρβλ. πικρός > πίκρα, λάβρος > λάβρα)].