νησιώτης: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nisiotis | |Transliteration C=nisiotis | ||
|Beta Code=nhsiw/ths | |Beta Code=nhsiw/ths | ||
|Definition=Dor. νᾱσιωτᾱς, ου, ὁ, fem. <b class="b3">-ῶτις, ιδος,</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Dor. νᾱσιωτᾱς, ου, ὁ, fem. <b class="b3">-ῶτις, ιδος,</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[islander]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span> 10.47</span>, <span class="bibl">Hdt.1.27</span>, <span class="bibl">143</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>298</span>, <span class="bibl">Th.5.97</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., of a [[swimmer]], <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>44</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> as Adj., [[insular]], λαὸς νασιώτας <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span> 9.55</span>; ν. βίος <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span>84</span>; <b class="b3">νησιώτιδες πόλεις</b> [[insular]] cities, <span class="bibl">Hdt.7.22</span>; <b class="b3">νησιῶτις πέτρα</b> an [[island]] rock, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>390</span>; ἑστία <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>658</span> (lyr.): also with a neut. Subst., νησιώτῃ μειρακίῳ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dom.</span>3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> epith. of Apollo in Locris, <span class="title">BCH</span>46.446; of Dionysus, <span class="title">Ath.Mitt.</span>29.169 (Pergam.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:45, 28 June 2020
English (LSJ)
Dor. νᾱσιωτᾱς, ου, ὁ, fem. -ῶτις, ιδος,
A islander, Pi.P. 10.47, Hdt.1.27, 143, Ar.Pax298, Th.5.97, etc. 2 metaph., of a swimmer, Tim.Pers.44. II as Adj., insular, λαὸς νασιώτας Pi.P. 9.55; ν. βίος E.Heracl.84; νησιώτιδες πόλεις insular cities, Hdt.7.22; νησιῶτις πέτρα an island rock, A.Pers.390; ἑστία S.Tr.658 (lyr.): also with a neut. Subst., νησιώτῃ μειρακίῳ Luc.Dom.3. 2 epith. of Apollo in Locris, BCH46.446; of Dionysus, Ath.Mitt.29.169 (Pergam.).
Greek (Liddell-Scott)
νησιώτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, ιδος, Δωρ. νᾶσ-, κάτοικος νήσου, Πινδ. Π. 10. 75, Ἡρόδ. 1. 27. 143, Ἀριστοφ. Εἰρ. 298, Θουκ. 5, 97, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. νησιωτικός, νασιώτης λαὸς Πινδ. Π. 9. 93· ν. βίος Εὐρ. Ἡρακλ. 84· νησιώτιδες πόλεις, ἐπὶ νήσου κείμεναι, Ἡρόδ. 7. 22· νησιῶτις πέτρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 390· ἑστία Σοφ. Τρ. 658. - Ἡ δοτ. καὶ μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., νησιώτῃ μειρακίῳ Λουκ. π. Οἴκου 3.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui réside ou situé dans une île, insulaire.
Étymologie: νῆσος.
Greek Monolingual
και νησώτης, ο, θηλ. -ισσα (ΑΜ νησιώτης, Α δωρ. τ. νασιώτας, Α θηλ. νησιῶτις)
αυτός που κατοικεί ή γεννήθηκε σε νησί ή κατάγεται από νησί
αρχ.
1. μτφ. κολυμβητής
2. ως επίθ. α) νησιωτικός
β) αυτός που μοιάζει με νησί
3. προσωνυμία του Απόλλωνος και του Διονύσου στη Λοκρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. -ιώτης, κατά τα ιδ-ιώτης, στρατ-ιώτης].
Greek Monotonic
νησιώτης: -ου, ὁ (νῆσος), θηλ. -ῶτις, -ιδος· Δωρ. νᾱσ-,
I. κάτοικος νησιού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. ως επίθ., αυτός που ανήκει ή βρίσκεται σε νησί, νησιωτικός, σε Ηρόδ., Ευρ.· νησιῶτις πέτρα, βράχος που βρίσκεται σε νησί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νησιώτης:
I дор. νᾱσιώτᾱς, ου 2 островной (βίος Eur.; λαός Pind.; πόλις Her.).
II дор. νᾱσιώτᾱς, ου ὁ островитянин Her., Thuc., Arph. etc.
Middle Liddell
νησιώτης, ου, ὁ, νῆσος
I. an islander, Hdt., Ar., etc.
II. as adj. of or in an island, insular , Hdt., Eur.; νησιῶτις πέτρα an island rock, Aesch.