κείτομαι: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κοίτομαι]] (Μ [[κείτομαι]] και κείτουμαι και κείθομαι και [[κοίτομαι]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[κάπου]] πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, [[κείμαι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[νεκρός]], [[είμαι]] θαμμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[άρρωστος]], [[είμαι]] [[παράλυτος]] («κείτεται από 30 χρονών»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] («τὰ μεσημέρια κείτεστε», Ριμάδ. κόρ.)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι («τὰ φουσσάτα,... τὰ κούρση,... εἰς τὰς χώρας μου κείτονται», Αχιλλ.)<br /><b>3.</b> [[ανήκω]] («... τὰ πλούτη, ὅλα εἰς | |mltxt=και [[κοίτομαι]] (Μ [[κείτομαι]] και κείτουμαι και κείθομαι και [[κοίτομαι]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[κάπου]] πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, [[κείμαι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[νεκρός]], [[είμαι]] θαμμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[άρρωστος]], [[είμαι]] [[παράλυτος]] («κείτεται από 30 χρονών»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] («τὰ μεσημέρια κείτεστε», Ριμάδ. κόρ.)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι («τὰ φουσσάτα,... τὰ κούρση,... εἰς τὰς χώρας μου κείτονται», Αχιλλ.)<br /><b>3.</b> [[ανήκω]] («... τὰ πλούτη, ὅλα εἰς ἐκεῖνον κείτουνται», Διήγ. Βελ.)<br /><b>4.</b> βρίσκομαι στην [[εξουσία]] κάποιου («κείθεται τὸ κορμίν του εἰς τὴν ἐλεημοσύνην τοῦ Θεοῡ», Ασσίζ.)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] υποχρεωμένος (από τον νόμο), [[οφείλω]] να... («ἐκεῖνος ὁποὺ ἔφερεν τοὺς ἀδίκους [[μάρτυρας]] κείθεται νὰ δώση τοιοῡτον δικαίωμαν τοῦ αὐθέντη..., Ασσίζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεῖμαι]], πιθ. αναλογικά [[προς]] το <i>θέ</i>-<i>τω</i>, <i>θέ</i>-<i>τομαι</i>. Η [[γραφή]] [[κοίτομαι]] οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[κοίτη]] «[[κρεβάτι]]». Ο [[διαλεκτικός]] τ. <i>κείθομαι</i> [[είναι]] [[προφανώς]] [[προϊόν]] συμφυρμού τών [[κείτομαι]] και [[θέτω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
και κοίτομαι (Μ κείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι)
1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι
2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος
νεοελλ.
είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών»)
μσν.
1. κοιμάμαι («τὰ μεσημέρια κείτεστε», Ριμάδ. κόρ.)
2. βρίσκομαι («τὰ φουσσάτα,... τὰ κούρση,... εἰς τὰς χώρας μου κείτονται», Αχιλλ.)
3. ανήκω («... τὰ πλούτη, ὅλα εἰς ἐκεῖνον κείτουνται», Διήγ. Βελ.)
4. βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου («κείθεται τὸ κορμίν του εἰς τὴν ἐλεημοσύνην τοῦ Θεοῡ», Ασσίζ.)
5. είμαι υποχρεωμένος (από τον νόμο), οφείλω να... («ἐκεῖνος ὁποὺ ἔφερεν τοὺς ἀδίκους μάρτυρας κείθεται νὰ δώση τοιοῡτον δικαίωμαν τοῦ αὐθέντη..., Ασσίζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεῖμαι, πιθ. αναλογικά προς το θέ-τω, θέ-τομαι. Η γραφή κοίτομαι οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεση με το κοίτη «κρεβάτι». Ο διαλεκτικός τ. κείθομαι είναι προφανώς προϊόν συμφυρμού τών κείτομαι και θέτω].