κνώδακας: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κνώδαξ]], -ακος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μηχανολ.)</b> [[στοιχείο]] μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας [[έτσι]] προδιαγεγραμμένη [[κίνηση]] σε [[άλλο]] εφαπτόμενο [[στοιχείο]], αλλ. [[έκκεντρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άξονας]] («[[καθάπερ]] ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῦ δευτέρου σπονδύλου άποφύσεως ἡ κεφαλὴ ἐπιστρέφεται», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κοίλωμα]] [[πάνω]] στο οποίο περιστρέφεται ο [[άξονας]] μηχανής<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) [[εργαλείο]] τών χρυσοχόων<br />β) <b>στον πληθ.</b> οι [[κνώδακες]]<br />[[ασκός]] φυσητήρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος που ανάγεται στον ίδιο αρχικό τ. <i>κνωδ</i>(<i>ο</i>)- με το [[κνώδαλον]]. Η κατάλ. -<i>αξ</i> αποτελεί [[ένδειξη]] για δωρ. [[προέλευση]] του όρου. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], προέρχεται από <i>κνα</i>-<i>οδαξ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κνα</i>-της ίδιας οικογένειας, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κνῶ</i>, <span style="color: red;">+</span> [[ὀδάξ]], επίρρ. από συμφυρμό τών [[ὀδούς]] και [[δάκνω]] με την κατάλ. -<i>αξ</i>, [[κατά]] τα <i>λάξ</i>, [[ἅπαξ]], και με σημ. «διά τών οδόντων»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνωδακίζω]], [[κνωδάκιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνωδακοφύλαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κνωδακοφόρος]]].
|mltxt=ο (Α [[κνώδαξ]], -ακος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μηχανολ.)</b> [[στοιχείο]] μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας [[έτσι]] προδιαγεγραμμένη [[κίνηση]] σε [[άλλο]] εφαπτόμενο [[στοιχείο]], αλλ. [[έκκεντρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άξονας]] («[[καθάπερ]] ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῦ δευτέρου σπονδύλου άποφύσεως ἡ κεφαλὴ ἐπιστρέφεται», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κοίλωμα]] [[πάνω]] στο οποίο περιστρέφεται ο [[άξονας]] μηχανής<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) [[εργαλείο]] τών χρυσοχόων<br />β) <b>στον πληθ.</b> οι [[κνώδακες]]<br />[[ασκός]] φυσητήρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος που ανάγεται στον ίδιο αρχικό τ. <i>κνωδ</i>(<i>ο</i>)- με το [[κνώδαλον]]. Η κατάλ. -<i>αξ</i> αποτελεί [[ένδειξη]] για δωρ. [[προέλευση]] του όρου. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], προέρχεται από <i>κνα</i>-<i>οδαξ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κνα</i>-της ίδιας οικογένειας, [[πρβλ]]. <i>κνῶ</i>, <span style="color: red;">+</span> [[ὀδάξ]], επίρρ. από συμφυρμό τών [[ὀδούς]] και [[δάκνω]] με την κατάλ. -<i>αξ</i>, [[κατά]] τα <i>λάξ</i>, [[ἅπαξ]], και με σημ. «διά τών οδόντων»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνωδακίζω]], [[κνωδάκιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνωδακοφύλαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κνωδακοφόρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α κνώδαξ, -ακος)
νεοελλ.
(μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντρο
αρχ.
1. άξοναςκαθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῦ δευτέρου σπονδύλου άποφύσεως ἡ κεφαλὴ ἐπιστρέφεται», Γαλ.)
2. το κοίλωμα πάνω στο οποίο περιστρέφεται ο άξονας μηχανής
3. (κατά τον Ησύχ.) α) εργαλείο τών χρυσοχόων
β) στον πληθ. οι κνώδακες
ασκός φυσητήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος που ανάγεται στον ίδιο αρχικό τ. κνωδ(ο)- με το κνώδαλον. Η κατάλ. -αξ αποτελεί ένδειξη για δωρ. προέλευση του όρου. Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από κνα-οδαξ (< θ. κνα-της ίδιας οικογένειας, πρβλ. κνῶ, + ὀδάξ, επίρρ. από συμφυρμό τών ὀδούς και δάκνω με την κατάλ. -αξ, κατά τα λάξ, ἅπαξ, και με σημ. «διά τών οδόντων»).
ΠΑΡ. αρχ. κνωδακίζω, κνωδάκιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνωδακοφύλαξ
νεοελλ.
κνωδακοφόρος].