μελίσσειος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melisseios
|Transliteration C=melisseios
|Beta Code=meli/sseios
|Beta Code=meli/sseios
|Definition=α, ον, = foreg., <b class="b3">κηρίον μ</b>. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">honey</b>comb, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>24.42</span> (v.l. [[μελίσσιον]]) <b class="b3">; μελίσσειον</b> or <b class="b3">μελίσσιον</b> alone, Hsch. s. vv. <b class="b3">νύμφη, σής</b>, Suid., Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>547</span>; also <b class="b3">μελίσσιον· σμῆνος</b>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">μελίσσειον, τό</b>, <b class="b2">beehive</b>, PCair.Zen.467 (iii B. C.).</span>
|Definition=α, ον, = foreg., <b class="b3">κηρίον μ</b>. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[honey]]comb, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>24.42</span> (v.l. [[μελίσσιον]]) <b class="b3">; μελίσσειον</b> or <b class="b3">μελίσσιον</b> alone, Hsch. s. vv. <b class="b3">νύμφη, σής</b>, Suid., Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>547</span>; also <b class="b3">μελίσσιον· σμῆνος</b>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">μελίσσειον, τό</b>, [[beehive]], PCair.Zen.467 (iii B. C.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:10, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίσσειος Medium diacritics: μελίσσειος Low diacritics: μελίσσειος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΕΙΟΣ
Transliteration A: melísseios Transliteration B: melisseios Transliteration C: melisseios Beta Code: meli/sseios

English (LSJ)

α, ον, = foreg., κηρίον μ.

   A honeycomb, Ev.Luc.24.42 (v.l. μελίσσιον) ; μελίσσειον or μελίσσιον alone, Hsch. s. vv. νύμφη, σής, Suid., Sch.Nic.Al.547; also μελίσσιον· σμῆνος, Hsch.    II μελίσσειον, τό, beehive, PCair.Zen.467 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 124] = μελισσαῖος, κηρίον, Ev. Luc. 24 42.

Greek (Liddell-Scott)

μελίσσειος: -α, -ον, ὁ τῆς μελίσσης, κηρίον μ., κηρήθρα μέλιτος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 42 (ἔνθα πολλὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσι μελίσσιον), Εὐστ. Πονημ. 59. 15, κλ. 2) μελίσσιον, τό, σμῆνος ἢ ἑσμὸς μελισσῶν, κοινῶς «μελίσσι», Σουΐδ. ἐν λέξ. κίμβικα, Νικήτ. Βυζάντ. 761C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. μελισσαῖος ; μελίσσειον κηρίον rayon de miel ; τὸ μελίσσειον ruche.
Étymologie: μέλισσα.

Greek Monolingual

μελίσσειος, -εία, -ον, ουδ. και μελίσσιον (ΑM, Μ και μελίσσι[ο]ν)
το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίσσ(ε)ιον
1. σμήνος μελισσών
2. κυψέλη μελισσών
αρχ.
αυτός που παρασκευάζεται από τις μέλισσες («οἱ δὲ ἀπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσείου κηρίου», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -ειος (πρβλ. ελάφ-ειος, κύκν-ειος].

Greek Monotonic

μελίσσειος: -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη μέλισσα, κηρίον μελίσσειον, κηρήθρα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μελίσσειος: NT v. l. = μελίσσιος.

Middle Liddell

μελίσσειος, η, ον [from μέλισσᾰ]
of bees, κηρίον μ. a honeycomb, NTest.