πνιγαλίων: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πνῑγᾰλίων''': -ωνος, ὁ, [[ἐφιάλτης]], κοινῶς «βραχνᾶς» ἐν Κυζίκῳ δὲ «πιργαλ~ιός», Λατ. incubus, ἀπὸ τοῦ πνίγειν, [[διότι]] ὁ πάσχων αἰσθάνεται ὡς νὰ πνίγηται ἐκ τῆς στενοχωρίας, Θεμίσων παρὰ Παύλ. Αἰγιν. 3. 15· πρβλ. [[ἐφιάλτης]].
|lstext='''πνῑγᾰλίων''': -ωνος, ὁ, [[ἐφιάλτης]], κοινῶς «βραχνᾶς» ἐν Κυζίκῳ δὲ «[[πιργαλιός]]», Λατ. [[incubus]], ἀπὸ τοῦ πνίγειν, [[διότι]] ὁ πάσχων αἰσθάνεται ὡς νὰ πνίγηται ἐκ τῆς στενοχωρίας, Θεμίσων παρὰ Παύλ. Αἰγιν. 3. 15· πρβλ. [[ἐφιάλτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, ΜΑ [[πνίγω]]<br />[[εφιάλτης]] που δημιουργείται από την [[αίσθηση]] του πνιγμού [[κατά]] την [[διάρκεια]] του ύπνου, αιφνίδια [[στενοχώρια]] και [[αγωνία]] που προκαλεί μεγάλο [[βάρος]] [[πάνω]] στο [[στήθος]] («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν [[ἴσως]] ἀπὸ τοῦ πνίγειν», Θεμιστ.).
|mltxt=-ωνος, ὁ, ΜΑ [[πνίγω]]<br />[[εφιάλτης]] που δημιουργείται από την [[αίσθηση]] του πνιγμού [[κατά]] την [[διάρκεια]] του ύπνου, αιφνίδια [[στενοχώρια]] και [[αγωνία]] που προκαλεί μεγάλο [[βάρος]] [[πάνω]] στο [[στήθος]] («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν [[ἴσως]] ἀπὸ τοῦ πνίγειν», Θεμιστ.).
}}
}}

Revision as of 11:06, 2 February 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγᾰλίων Medium diacritics: πνιγαλίων Low diacritics: πνιγαλίων Capitals: ΠΝΙΓΑΛΙΩΝ
Transliteration A: pnigalíōn Transliteration B: pnigaliōn Transliteration C: pnigalion Beta Code: pnigali/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, (πνίγω)

   A nightmare, from the sense of throttling which attends it, Themiso ap.Paul.Aeg.3.15.

German (Pape)

[Seite 641] ωνος, ὁ, der Alp, incubo, auch πνίξ, sonst ἐφιάλτης, von der damit verbundenen, dem Ersticken nahen Beängstigung benannt, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

πνῑγᾰλίων: -ωνος, ὁ, ἐφιάλτης, κοινῶς «βραχνᾶς» ἐν Κυζίκῳ δὲ «πιργαλιός», Λατ. incubus, ἀπὸ τοῦ πνίγειν, διότι ὁ πάσχων αἰσθάνεται ὡς νὰ πνίγηται ἐκ τῆς στενοχωρίας, Θεμίσων παρὰ Παύλ. Αἰγιν. 3. 15· πρβλ. ἐφιάλτης.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ΜΑ πνίγω
εφιάλτης που δημιουργείται από την αίσθηση του πνιγμού κατά την διάρκεια του ύπνου, αιφνίδια στενοχώρια και αγωνία που προκαλεί μεγάλο βάρος πάνω στο στήθος («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν ἴσως ἀπὸ τοῦ πνίγειν», Θεμιστ.).