надевать на себя: Difference between revisions
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιβάλλω]], [[ἀναστέλλω]], [[ἐνδιδύσκω]], [[περιαμπέχω]], [[ἐγκομβόομαι]], [[στολιδόομαι]], [[περιτίθημι]], [[περιάπτω]], [[περάπτω]], [[ἐνδύω]], [[ἕννυμι]], [[ἐπείνυμι]], [[παραρτάω]], [[παραρτέω]], [[περιζώννυμαι]], [[περικαθάπτω]], [[ἐξάπτω]], [[ἐνάπτω]], [[ἐφαρμόζω]], [[ἐφαρμόττω]], [[ἐφαρμόσδω]] | |rueltext=[[ἐπιβάλλω]], [[ἀναλαμβάνω]], [[καταδύω]], [[ἀνάπτω]], [[ἀναστέλλω]], [[ἐνδιδύσκω]], [[περιαμπέχω]], [[ἐγκομβόομαι]], [[στολιδόομαι]], [[περιτίθημι]], [[περιάπτω]], [[περάπτω]], [[ἐνδύω]], [[ἕννυμι]], [[ἐπείνυμι]], [[παραρτάω]], [[παραρτέω]], [[περιζώννυμαι]], [[περικαθάπτω]], [[ἐξάπτω]], [[ἐνάπτω]], [[ἐφαρμόζω]], [[ἐφαρμόττω]], [[ἐφαρμόσδω]], [[νεόθεν]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐπιβάλλω, ἀναλαμβάνω, καταδύω, ἀνάπτω, ἀναστέλλω, ἐνδιδύσκω, περιαμπέχω, ἐγκομβόομαι, στολιδόομαι, περιτίθημι, περιάπτω, περάπτω, ἐνδύω, ἕννυμι, ἐπείνυμι, παραρτάω, παραρτέω, περιζώννυμαι, περικαθάπτω, ἐξάπτω, ἐνάπτω, ἐφαρμόζω, ἐφαρμόττω, ἐφαρμόσδω, νεόθεν