попадать: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source
(5)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[εἰσβάλλω]], [[ἐσβάλλω]], [[ἔρχομαι]], [[εἰσβαίνω]], [[ἐσβαίνω]], [[ἐνειλέω]], [[κυρέω]], [[προσκρούω]], [[κύρω]], [[ἐξοκέλλω]], [[θηρεύω]], [[ἐμπλήσσω]], [[ἐμπλήττω]], [[ἐνιπλήσσω]], [[ἐπιπίπτω]], [[προπίπτω]], [[ἐπιτυγχάνω]], [[παρεμπίπτω]], [[διεμπίπτω]], [[ἁλίσκομαι]], [[εἰσπίπτω]], [[ἐσπίπτω]], [[προσπίπτω]], [[ποτιπίπτω]], [[εἰσέρρω]], [[διαπίπτω]], [[παρατυγχάνω]], [[κατολισθάνω]], [[συγκυρέω]]
|rueltext=[[καταφέρω]], [[μεταπίπτω]], [[ἀφικνέομαι]], [[συμπίπτω]], [[ἐφικνέομαι]], [[ἱκνέομαι]], [[ὑποπίπτω]], [[θέω]], [[εἰσβάλλω]], [[ἐσβάλλω]], [[ἔρχομαι]], [[εἰσβαίνω]], [[ἐσβαίνω]], [[ἐνειλέω]], [[κυρέω]], [[προσκρούω]], [[κύρω]], [[ἐξοκέλλω]], [[θηρεύω]], [[ἐμπλήσσω]], [[ἐμπλήττω]], [[ἐνιπλήσσω]], [[ἐπιπίπτω]], [[προπίπτω]], [[ἐπιτυγχάνω]], [[παρεμπίπτω]], [[διεμπίπτω]], [[ἁλίσκομαι]], [[εἰσπίπτω]], [[ἐσπίπτω]], [[προσπίπτω]], [[ποτιπίπτω]], [[εἰσέρρω]], [[διαπίπτω]], [[παρατυγχάνω]], [[κατολισθάνω]], [[συγκυρέω]], [[περιπίπτω]], [[τυγχάνω]], [[προσβάλλω]]
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 15 October 2019