придирчивый: Difference between revisions
From LSJ
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀκανθώδης]], [[φιλόψογος]], [[φιλομεμφής]], [[φίλερις]], [[φιλαίτιος]], [[κατηγορικός]], [[ἐνστατικός]], [[δριμύς]], [[μικρολόγος]], [[σμικρολόγος]], [[ἀκανθολόγος]], [[ἐπιτίμαιος]], [[ἐπιτιμητικός]], [[ἐπιπληκτικός]], [[ψογερός]] | |rueltext=[[δυσχερής]], [[ἀκανθώδης]], [[φιλόψογος]], [[φιλομεμφής]], [[φίλερις]], [[φιλαίτιος]], [[κατηγορικός]], [[ἐνστατικός]], [[δριμύς]], [[μικρολόγος]], [[σμικρολόγος]], [[ἀκανθολόγος]], [[ἐπιτίμαιος]], [[ἐπιτιμητικός]], [[ἐπιπληκτικός]], [[ψογερός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:41, 15 October 2019
Russian > Greek
δυσχερής, ἀκανθώδης, φιλόψογος, φιλομεμφής, φίλερις, φιλαίτιος, κατηγορικός, ἐνστατικός, δριμύς, μικρολόγος, σμικρολόγος, ἀκανθολόγος, ἐπιτίμαιος, ἐπιτιμητικός, ἐπιπληκτικός, ψογερός