λαιμαργία: Difference between revisions
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λαιμαργία]], ἡ,<br />[[gluttony]], Plat. [from [[λαίμαργος]] | |mdlsjtxt=[[λαιμαργία]], ἡ,<br />[[gluttony]], Plat. [from [[λαίμαργος]] | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[gluttony]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 4 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A gluttony, Pl.R.619b, Lg.888a, Epicur.Fr.471; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist.PA696b30.
German (Pape)
[Seite 7] ἡ, Gefräßigkeit, Plat. Rep. X, 619 b u. Sp.; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist. part. an. 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
λαιμαργία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 619Β, Νόμ. 888Α· ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gloutonnerie.
Étymologie: λαίμαργος.
Greek Monolingual
η (AM λαιμαργία) λαίμαργος
το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.)
νεοελλ.
το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη ευχαρίστηση
μσν.
φρ. «κάμνω λαιμαργίαν» — δείχνομαι άπληστος, δείχνω απληστία.
Greek Monotonic
λαιμαργία: ἡ, αδηφαγία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
λαιμαργία: ἡ прожорливость, ненасытность, жадность (ἡδονῆς Plat.; περὶ τὴν τροφήν Arst.; λ. καὶ φιληδονία Plut.).
Middle Liddell
λαιμαργία, ἡ,
gluttony, Plat. [from λαίμαργος