μεσεγγύημα: Difference between revisions
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meseggyima | |Transliteration C=meseggyima | ||
|Beta Code=meseggu/hma | |Beta Code=meseggu/hma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[money]] or | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[money]] or [[pledge deposited with a third party]], X.ap.Poll.8.28, <span class="bibl">Aeschin.3.125</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>254</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>2.19</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>592ii9</span> (ii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:10, 30 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A money or pledge deposited with a third party, X.ap.Poll.8.28, Aeschin.3.125, Hyp.Fr.254, App.BC2.19, BGU592ii9 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 137] τό, das bei einem Dritten niedergelegte Geld, die Bürgschaft, Aesch. 3, 125; Hyperid. bei Poll. 8, 28; App. B. C. 2, 19; s. Harpocr.; Isocr. 12, 13 hat Bekk. μεσεγγύωμα aufgenommen.
Greek (Liddell-Scott)
μεσεγγύημα: τό, χρήματα ἢ ἐνέχυρον κατατεθειμένα ἐν χερσὶ τρίτου, Αἰσχίν. 71. 18, Ὑπερείδ. καὶ Ξεν. παρὰ Πολυδ. Η΄, 28.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gage déposé entre les mains d’un tiers.
Étymologie: μεσεγγυάω.
Greek Monolingual
το (Α μεσεγγύημα και μεσεγγύωμα) μεσεγγυώ
το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο στοιχείο ή και το ποσό χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο άτομο μέχρι την επίλυση της διαφοράς ανάμεσα σε αυτούς που το διεκδικούν.
Greek Monotonic
μεσεγγύημα: -ατος, τό, χρήματα ή ενέχυρο κατατεθειμένο στα χέρια τρίτου, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
μεσεγγύημα: ατος τό внесенное в депозит, залог (внесенный третьему лицу) Aeschin.
Middle Liddell
μεσεγγύημα, ατος, τό, [from μεσεγγῠάω]
money or a pledge deposited with a third party, Aeschin.