πολύστιχος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polystichos
|Transliteration C=polystichos
|Beta Code=polu/stixos
|Beta Code=polu/stixos
|Definition=ον, = sq., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> στῦλοι <span class="bibl">Str.17.1.28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">of many lines</b> or [[verses]], <span class="bibl">Ammon. <span class="title">in Int.</span>134.22</span>, Paul.Aeg.<span class="title">Praef.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[prolix]], <span class="bibl">Ammon. <span class="title">in Porph.</span>38.18</span>.</span>
|Definition=ον, = sq., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> στῦλοι <span class="bibl">Str.17.1.28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[of many lines]] or [[verses]], <span class="bibl">Ammon. <span class="title">in Int.</span>134.22</span>, Paul.Aeg.<span class="title">Praef.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[prolix]], <span class="bibl">Ammon. <span class="title">in Porph.</span>38.18</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:00, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστῐχος Medium diacritics: πολύστιχος Low diacritics: πολύστιχος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΙΧΟΣ
Transliteration A: polýstichos Transliteration B: polystichos Transliteration C: polystichos Beta Code: polu/stixos

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A στῦλοι Str.17.1.28.    II of many lines or verses, Ammon. in Int.134.22, Paul.Aeg.Praef.    III prolix, Ammon. in Porph.38.18.

German (Pape)

[Seite 673] von od. in vielen Reihen, Versen; Strab. XVII, 806 u. a. Sp. – Ἡ Πολύστιχος heißt eine antike Ausgabe der Ilias, s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 203.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστῐχος: -ον, = πολύστοιχος, στῦλοι Στράβ. 806· ὁ ἐκ πολλῶν στίχων συγκείμενος, Παῦλ. Αἰγ. ἐν τῷ προοιμίῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rangé sur plusieurs lignes, formé d’un grand nombre de lignes.
Étymologie: πολύς, στίχος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύστιχος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «πολύστιχο ποίημα» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.)
2. (κατ' επέκτ.) διεξοδικός, σχοινοτενής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύστιχο
βοτ. κοσμοπολίτικο γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες και περιλαμβάνει 120 περίπου είδη τα οποία απαντούν σε δασώδεις περιοχές και αναπτύσσονται στο έδαφος
αρχ.
αυτός που έχει πολλές σειρές, ο πολύστοιχος («μεγάλων εἶναι καὶ πολλῶν καὶ πολυστίχων τῶν στύλων», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στιχος (< στίχος < στείχω), πρβλ. ολιγό-στιχος].

Greek Monotonic

πολύστῐχος: -ον, αυτός που αποτελείται από πολλούς στίχους, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολύ-στῐχος, ον,
in many rows, Strab.