ἀμύντης: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amyntis
|Transliteration C=amyntis
|Beta Code=a)mu/nths
|Beta Code=a)mu/nths
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[defender]], <span class="bibl">Phot. p.96</span> R., cf. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.78</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[defender]], <span class="bibl">Phot. p.96</span> R., cf. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.78</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμύντης]], ο (ΑΜ)<br />αυτός που βοηθάει κάποιον σε [[κάτι]], ο [[υπερασπιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κηραμύντης]] «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», [[επίθετο]] που αποδόθηκε στον Ηρακλή].
|mltxt=[[ἀμύντης]], ο (ΑΜ)<br />αυτός που βοηθάει κάποιον σε [[κάτι]], ο [[υπερασπιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κηραμύντης]] «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», [[επίθετο]] που αποδόθηκε στον Ηρακλή].
}}
}}

Revision as of 12:45, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύντης Medium diacritics: ἀμύντης Low diacritics: αμύντης Capitals: ΑΜΥΝΤΗΣ
Transliteration A: amýntēs Transliteration B: amyntēs Transliteration C: amyntis Beta Code: a)mu/nths

English (LSJ)

ὁ,    A defender, Phot. p.96 R., cf. Hdn.Gr.1.78.

Greek Monolingual

ἀμύντης, ο (ΑΜ)
αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, ο υπερασπιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. κηραμύντης «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», επίθετο που αποδόθηκε στον Ηρακλή].