ἐκμελής: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekmelis | |Transliteration C=ekmelis | ||
|Beta Code=e)kmelh/s | |Beta Code=e)kmelh/s | ||
|Definition=ές, (μέλος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, (μέλος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[out of tune]], [[dissonant]], <span class="bibl">Ph.1.375</span>, al., <span class="bibl">Ti.Locr. 101b</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>1</span>; [[unbridled]], φιλοτιμία <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span>23</span>; of persons, <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>136.6</span>. Adv. -λῶς <span class="bibl">Poll.4.57</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:50, 1 July 2020
English (LSJ)
ές, (μέλος)
A out of tune, dissonant, Ph.1.375, al., Ti.Locr. 101b, Plu.Demetr.1; unbridled, φιλοτιμία Id.Lys.23; of persons, Just.Nov.136.6. Adv. -λῶς Poll.4.57.
German (Pape)
[Seite 769] ές, mißtönend, unharmonisch; καὶ ἀνάρμοστος Tim. Locr. 101 b; Plut. u. A.; im Ggstz von ἐμμελής auch = übertrieben, φιλοτιμία Plut. Lys. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμελής: -ές, (μέλος) ἔξω τοῦ μέλους, παράφωνος, κακόηχος, ἀντίθετον τῷ ἐμμελὴς (πρβλ. πλημμελής), Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλουτ. Δημήτρ. 1· ἄτακτος, ἀνάγωγος, ἀχαλίνωτος, Πλουτ. Λύσ. 23· «ἐκμελές, ἠμελημένον» Σουΐδ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ἐκμελής· ἀνάρμοστος, ἄτακτος, ἄρρυθμος». ― Ἐπίρρ. –λῶς Πολυδ. Δ΄, 57.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dissonant ; fig. déplacé, peu convenable.
Étymologie: ἐκ, μέλος.
Spanish (DGE)
-ές
mús.
1 no musical, disonante, que desafina φωνή Thphr.Fr.89.13, καταπύκνωσις Aristox.Harm.47.15, μουσικῆς ὄργανον ἐκμελές Ph.1.375, Θρᾴτταις δὲ γυναιξὶ ἐκμελὴς δόξεις a las mujeres tracias parecerá que desafinas de Orfeo, Philostr.Iun.Im.6.3, cf. Poll.4.57
•de la palabra malsonante, disonante ποίημα Ph.1.552, εὐχή Aristid.Or.26.197, cf. Gr.Nyss.Eun.1.54
•subst. τὸ ἐ. la discordancia καὶ γὰρ ἰατρικῇ τὸ νοσερὸν καὶ ἁρμονικῇ τὸ ἐ. Plu.Demetr.1
•fig. del aspecto físico falto de armonía, deforme, desencajado ἡ δὲ ἐ. τοῦ προσώπου ἔκλυσις ref. a la mueca producida por un tipo de risa, Clem.Al.Paed.2.5.46.
2 adv. -ῶς en forma disonante, desafinada κἂν ... ὁ κιθαρῳδὸς ἐ. ᾄδῃ D.Chr.32.46, τινα φωνὴν οὐκ ἐ. ἀφιέναι Plot.4.3.12, cf. Poll.4.57
•de palabras en forma malsonante (ἐ.) ἐλέγοντο Olymp.Iob 191.4
•fig. ἐ. ἔχειν estar en disonancia, en desacuerdo παρὰ τὴν τῶν ὄντων αἰτίαν ἐ. ἔχει Aristid.Quint.108.1.
• Etimología: Cf. μέλος.
-ές
despreocupado, descuidado, desordenado φιλοτιμία Plu.Lys.23, βίος D.Chr.68.7, γνώμη X.Ep.2, cf. Iust.Nou.136.6.
• Etimología: Cf. μέλω.
Greek Monolingual
ἐκμελής, -ές (AM)
μσν.
αμελής, χαλαρός
αρχ.
1. άρρυθμος, παράφωνος
2. αντιπαθητικός
3. αυτός που ξεπερνά το μέτρο, αχαλίνωτος
4. απρεπής, ανάρμοστος.
Greek Monotonic
ἐκμελής: -ές (μέλος), αυτός που είναι εκτός τόνου, παράφωνος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμελής:
1) неблагозвучный, нестройный (ἐ. τε καὶ ἀνάρμοστος Plat.);
2) несообразный, неумеренный (φιλοτιμία Plut.).