ἰσόσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isostathmos
|Transliteration C=isostathmos
|Beta Code=i)so/staqmos
|Beta Code=i)so/staqmos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">equal in weight</b>, Dsc.1.44, Orib.<span class="title">Fr.</span>106, <span class="bibl">App.<span class="title">Sic.</span>3</span>; [[even]], <b class="b3">σφυγμός</b> [Gal.]19.641; gloss on [[σύσταθμος]], ib.143:—also ἰσο-σταθμής, ές, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>98</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[equal in weight]], Dsc.1.44, Orib.<span class="title">Fr.</span>106, <span class="bibl">App.<span class="title">Sic.</span>3</span>; [[even]], <b class="b3">σφυγμός</b> [Gal.]19.641; gloss on [[σύσταθμος]], ib.143:—also ἰσο-σταθμής, ές, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>98</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:40, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόσταθμος Medium diacritics: ἰσόσταθμος Low diacritics: ισόσταθμος Capitals: ΙΣΟΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: isóstathmos Transliteration B: isostathmos Transliteration C: isostathmos Beta Code: i)so/staqmos

English (LSJ)

ον,

   A equal in weight, Dsc.1.44, Orib.Fr.106, App.Sic.3; even, σφυγμός [Gal.]19.641; gloss on σύσταθμος, ib.143:—also ἰσο-σταθμής, ές, Ptol.Tetr.98.

German (Pape)

[Seite 1267] gleich wiegend, gleich schwer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόσταθμος: -ον, ἔχων ἴσον βάρος, Διοσκ. 1. 54· ἴσος, κανονικός, σφυγμὸς Γαλην. 7. 336.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσόσταθμος, -ον)
αυτός που έχει ίσο βάρος με κάτι άλλο, ισοβαρής, ισοζυγής
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόσταθμα
α) με το ίδιο βάρος, ισοβαρώς
β) συμμετρικά
2. αυτός που έχει το ίδιο ύψος με κάποιον άλλο, ο ισοϋψής.
επίρρ...
ισόσταθμαἰσοστάθμως)
με την ίδια αναλογία, εξίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -σταθμος < σταθμός «ζυγός» (πρβλ. αντί-σταθμος, σύ-σταθμος)].