μισθοπιπράσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misthopiprasko
|Transliteration C=misthopiprasko
|Beta Code=misqopipra/skw
|Beta Code=misqopipra/skw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sell under long lease]], pf. inf. μεμισθοπεπρακέναι <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2136.4</span>,<span class="bibl">14</span> (iii A. D.).</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sell under long lease]], pf. inf. μεμισθοπεπρακέναι <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2136.4</span>,<span class="bibl">14</span> (iii A. D.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισθοπιπράσκω]] (Α)<br />[[πουλώ]] με δόσεις που καταβάλλονται με τη [[μορφή]] μισθώματος, [[εκμισθώνω]] για πολύ μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]] ώστε η [[εκμίσθωση]] να ισοδυναμεί με [[πώληση]] με δόσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> [[πιπράσκω]] «[[πουλώ]]»].
|mltxt=[[μισθοπιπράσκω]] (Α)<br />[[πουλώ]] με δόσεις που καταβάλλονται με τη [[μορφή]] μισθώματος, [[εκμισθώνω]] για πολύ μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]] ώστε η [[εκμίσθωση]] να ισοδυναμεί με [[πώληση]] με δόσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> [[πιπράσκω]] «[[πουλώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:40, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοπιπράσκω Medium diacritics: μισθοπιπράσκω Low diacritics: μισθοπιπράσκω Capitals: ΜΙΣΘΟΠΙΠΡΑΣΚΩ
Transliteration A: misthopipráskō Transliteration B: misthopipraskō Transliteration C: misthopiprasko Beta Code: misqopipra/skw

English (LSJ)

   A sell under long lease, pf. inf. μεμισθοπεπρακέναι POxy.2136.4,14 (iii A. D.).

Greek Monolingual

μισθοπιπράσκω (Α)
πουλώ με δόσεις που καταβάλλονται με τη μορφή μισθώματος, εκμισθώνω για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η εκμίσθωση να ισοδυναμεί με πώληση με δόσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + πιπράσκω «πουλώ»].