ἐπιτελέωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epiteleoma
|Transliteration C=epiteleoma
|Beta Code=e)pitele/wma
|Beta Code=e)pitele/wma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[something offered besides the usual sacrifice]], <span class="bibl">Lycurg.<span class="title">Fr.</span> 36</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[something offered besides the usual sacrifice]], <span class="bibl">Lycurg.<span class="title">Fr.</span> 36</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:05, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτελέωμα Medium diacritics: ἐπιτελέωμα Low diacritics: επιτελέωμα Capitals: ΕΠΙΤΕΛΕΩΜΑ
Transliteration A: epiteléōma Transliteration B: epiteleōma Transliteration C: epiteleoma Beta Code: e)pitele/wma

English (LSJ)

ατος, τό,    A something offered besides the usual sacrifice, Lycurg.Fr. 36.

German (Pape)

[Seite 990] τό, das Nachopfer, Lycurg. bei Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτελέωμα: τό, «ἐπιτελοῦν καὶ ἐπιτελέωμα: ἀμφότερα πολλάκις ἐστί τὰ ὀνόματα ἐν τῷ περὶ τῆς ἱερείας Λυκούργου, ἔοικε δὲ ἐπιτελέωμα λέγειν τὸ ἐπὶ πᾶσι θυόμενον ὑπὲρ τοῦ ἐπιτελεῖς γενέσθαι τὰς πρότερον θυσίας. αὐτὸς γοῦνῥήτωρ ἐν τῷ λόγῳ φησὶν “ἔτι τοίνυν ἔφη πάντων ὕστατα ταῦτα θύεσθαι καὶ ἐπιτελεώματα εἶναι τῶν ἄλλων θυμάτων”» Ἁρποκρ. ― Κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἐπιτελέωμα· τὸ ἐπὶ θυσίᾳ γινόμενον». ― Ἴδε ἐπιτελειόω, ἐπιτελείωσις.

Greek Monolingual

ἐπιτελέωμα, τὸ (Α)
καθετί αναγκαίο για επιτέλεση θυσίας ή προσφερόμενο μετά την κυρίως θυσία.