ἱστόποδες: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστόποδες''': οἱ, = καλέοντες, αἱ μακραὶ δοκοὶ τοῦ ἱστοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ [[ὕφασμα]] διετείνετο, Ἀνθ. Π. 7. 424, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 36. - Ὑποκορ., ἱστοπόδια, τά, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 587-8 ἔκδ. Β.
|lstext='''ἱστόποδες''': οἱ, = καλέοντες, αἱ μακραὶ δοκοὶ τοῦ ἱστοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ [[ὕφασμα]] διετείνετο, Ἀνθ. Π. 7. 424, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 36. - Ὑποκορ., ἱστοπόδια, τά, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 587-8 ἔκδ. Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστόποδες Medium diacritics: ἱστόποδες Low diacritics: ιστόποδες Capitals: ΙΣΤΟΠΟΔΕΣ
Transliteration A: histópodes Transliteration B: histopodes Transliteration C: istopodes Beta Code: i(sto/podes

English (LSJ)

οἱ,= κελέοντες,

   A the long beams of the loom, between which the web was stretched, AP7.424 (Antip.Sid.): sg., Eub.145,POxy.264.5 (i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱστόποδες: οἱ, = καλέοντες, αἱ μακραὶ δοκοὶ τοῦ ἱστοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ ὕφασμα διετείνετο, Ἀνθ. Π. 7. 424, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 36. - Ὑποκορ., ἱστοπόδια, τά, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 587-8 ἔκδ. Β.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
bâtons pour tendre l’étoffe sur le métier.
Étymologie: ἱστός, πούς.

Greek Monotonic

ἱστόποδες: οἱ (πούς), μακριά δοκάρια καταρτιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

πούς
the long beams of the loom, Anth.