παραμυθητικός: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paramythitikos | |Transliteration C=paramythitikos | ||
|Beta Code=paramuqhtiko/s | |Beta Code=paramuqhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[consolatory]], -μυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1171b2</span> ; | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[consolatory]], -μυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1171b2</span> ; [[able to assuage]] (sc. <b class="b3">τῶν ἑαυτοῦ παθῶν</b>), Chrysipp. ap. <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.70</span> ; <b class="b3">π. λόγος</b> a letter [[of consolation]], such as Plu. wrote to Apollonius, 2.101e sq.; π. ὑπόληψις <span class="bibl">D.Chr.12.40</span> ; <b class="b3">τὸ -κόν</b> [[consolation]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Rh.</span>6.4</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.225.41</span>, Sch.<span class="bibl">A.R.2.622</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:41, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A consolatory, -μυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ Arist.EN1171b2 ; able to assuage (sc. τῶν ἑαυτοῦ παθῶν), Chrysipp. ap. S.E.P.1.70 ; π. λόγος a letter of consolation, such as Plu. wrote to Apollonius, 2.101e sq.; π. ὑπόληψις D.Chr.12.40 ; τὸ -κόν consolation, D.H.Rh.6.4. Adv. -κῶς Eust.225.41, Sch.A.R.2.622.
German (Pape)
[Seite 490] ή, όν, ermunternd, tröstend; λόγος, Trostrede, Plut. u. Sp.; Arist. sagt auch eth. 9, 11, 3 παραμυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ. – Adv., Sp., wie Schol. Ap. Rh. 2, 624.
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 3· ἱκανὸς ὅπως ἀνακουφίσῃ τι, ἀνακουφιστικὸς (ἐξυπακουομ. τοῦ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν) Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 70· π. λόγος, ἐπιστολὴ παραμυθητική, ὁποίαν ὁ Πλούταρχος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον, 2. 101F, κἑξ.· οὕτω, τὸ -κόν, παραμυθία, παρηγορία, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 6. 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 225. 41.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à consoler, consolant.
Étymologie: παραμυθέομαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παραμυθητικός, -ή, -όν, ΝΑ παραμυθητής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμυθία, στην παρηγοριά, που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, ιδίως τον ψυχικό, ο παρηγορητικός
2. αυτός που αποβλέπει στην παραμυθία, στην παρηγοριά («παραμυθητικά λόγια»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμυθητικόν
παραμυθία, παρηγοριά
2. φρ. «Παραμυθητικός λόγος» — χαρακτηρισμός παρηγορητικής επιστολής του Πλουτάρχου προς τον Απολλώνιο.
επίρρ...
παραμυθητικῶς ΜΑ
με παραμυθητικό τρόπο.
Greek Monotonic
παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραμυθητικός -ή -όν [παραμυθέομαι] bemoediging gevend.
Russian (Dvoretsky)
παραμῡθητικός: утешающий, ободряющий (λόγος Plut.).
Middle Liddell
παραμῡθητικός, ή, όν [from παραμῡθέομαι]
consolatory, Arist.