θηροκτόνος: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thiroktonos | |Transliteration C=thiroktonos | ||
|Beta Code=qhrokto/nos | |Beta Code=qhrokto/nos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[killing wild beasts]], epith. of Heracles, <span class="title">IG</span>5(2).91 (Tegea); of Artemis, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1570</span>, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>3</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.22</span>; <b class="b3">ἐν φοναῖς θ</b>. in the chase, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>154</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:35, 10 December 2020
English (LSJ)
ον, A killing wild beasts, epith. of Heracles, IG5(2).91 (Tegea); of Artemis, E.IA1570, Corn.ND3, Porph.Abst.1.22; ἐν φοναῖς θ. in the chase, E.Hel.154.
German (Pape)
[Seite 1210] Wild tödtend, κύνες Eur. Hel. 153, Artemis I. A. 157.
Greek (Liddell-Scott)
θηροκτόνος: -ον, ὁ φονεύων ἄγρια θηρία· ἐπίθετον τοῦ Ἡρακλέους, Συλλ. Ἐπιγρ. 1531· ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, δηλ. ἐν κυνηγίῳ, Εὐρ. Ἑλ. 154.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, κτείνω.
Spanish
Greek Monolingual
θηροκτόνος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Ηρακλέους και της Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα
2. φρ. «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» — στο κυνήγι, Ευριπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. αλληλο-κτόνος, τυραννο-κτόνος.
Greek Monotonic
θηροκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα· ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, δηλ. στο κυνήγι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θηροκτόνος: убивающий диких животных: φοναί θηροκτόνοι Eur. истребительная, т. е. обильная охота.
Middle Liddell
θηρο-κτόνος, ον κτείνω
killing wild beasts, ἐν φοναῖς θηροκτόνοις, i. e. in the chase, Eur.