καταφίημι: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katafiimi | |Transliteration C=katafiimi | ||
|Beta Code=katafi/hmi | |Beta Code=katafi/hmi | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[let slip down]], | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[let slip down]], [[κατηφίει]] (impf.) <b class="b3">τὸ δόρυ διὰ χειρός</b> f.l. in <span class="bibl">Pl.<span class="title">La.</span>184a</span>; [[λέβητα]] (sc. <b class="b3">εἰς θάλασσαν</b>) <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>960b32</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:15, 7 July 2020
English (LSJ)
A let slip down, κατηφίει (impf.) τὸ δόρυ διὰ χειρός f.l. in Pl.La.184a; λέβητα (sc. εἰς θάλασσαν) Arist.Pr.960b32.
German (Pape)
[Seite 1389] (s. ἵημι), hinabgleiten lassen; κατηφίει τὸ δόρυ ἐκ τῆς χειρός, er ließ den Speer durch die Hand gleitend zu Boden fallen, Plat. Lach. 183 e; καταφέντες Arist. probl. 32, 5.
Greek (Liddell-Scott)
καταφίημι: ἀφίνω πρὸς τὰ κάτω, ἀφίνω νὰ πέσῃ, κατηφίει (παρατ.) τὸ δόρυ διὰ χειρὸς Πλάτ. Λάχ. 183Ε· τὸν λέβητα καταφέντες Ἀριστ. Προβλ. 32. 5.καταφῐλέω, φιλῶ γλυκά, τρυφερῶς, φιλεῖν δεῖ λέγειν τὸ κατὰ ψυχήν, καταφιλεῖν δὲ καὶ κῦσαι τὸ διὰ τοῦ στόματος Antiatt Bekk. 115. 22· οὐκ ἔχουσα ἡ Π. πῶς ἂν ἀσπάσαιτο αὐτὸν, κατεφίλησε τὸν δίφρον Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10· κατεφίλουν χεῖρας καὶ πόδας τοῦ Κύρου πολλὰ δακρύοντες ἅμα χαρᾷ καὶ εὐφραινόμενοι αὐτόθι 7. 5, 32· τοὺς μὲν καλοὺς φιλεῖν τοὺς δὲ ἀγαθοὺς κ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 33· περιβαλὼν κ. Πλουτ. Ἀλ. 67.
French (Bailly abrégé)
laisser aller de haut en bas, lancer de haut en bas, lâcher, laisser tomber.
Étymologie: κατά, ἀφίημι.
Greek Monolingual
καταφίημι (Α)
αφήνω προς τα κάτω, αφήνω κάτι να πέσει («κατηφίει τὸ δόρυ διὰ τῆς χειρός», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀφίημι «αφήνω»].
Greek Monotonic
καταφίημι: αφήνω να γλιστρήσει προς τα κάτω, κατηφίει (παρατ.), σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταφίημι: опускать, выпускать (τὸ δόρυ ἐκ τῆς χειρός Plat.; τὸν λέβητα, sc. εἰς τὴν θάλατταν Arst.).