παράγραμμα: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paragramma
|Transliteration C=paragramma
|Beta Code=para/gramma
|Beta Code=para/gramma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which one writes beside: additional clause</b>, προσπαραγράφειν π. <span class="bibl">D.39.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in cipher, [[substitute for a letter]], <span class="bibl">Aen.Tact.31.18</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which one writes beside: additional clause</b>, προσπαραγράφειν π. <span class="bibl">D.39.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in cipher, [[substitute for a letter]], <span class="bibl">Aen.Tact.31.18</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:40, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράγραμμα Medium diacritics: παράγραμμα Low diacritics: παράγραμμα Capitals: ΠΑΡΑΓΡΑΜΜΑ
Transliteration A: parágramma Transliteration B: paragramma Transliteration C: paragramma Beta Code: para/gramma

English (LSJ)

ατος, τό,    A that which one writes beside: additional clause, προσπαραγράφειν π. D.39.9.    II in cipher, substitute for a letter, Aen.Tact.31.18.

German (Pape)

[Seite 474] τό, das, was man daneben schreibt oder hinzusetzt, Zusatz, Dem. 39, 9 u. Sp. – Das Umschreiben, Verändern einer Schrift, Verfälschen. – Das Schreiben eines Buchstaben statt eines andern, zum Scherz, Paragramm, v. l. bei Arist. rhet. 3, 11, wo die richtige Lesart τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα ist.

Greek (Liddell-Scott)

παράγραμμα: τό, τὸ προσπαραγραφόμενον, κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ’ ἂν τοῦτο τὸ παράγραμμαἄλλο τι πλὴν ὁ πατὴρ καὶ ὁ δῆμος; Δημ. 997. 10, πρβλ. Αἰν. Τακτ. 31· τῷ Ἀλεξάνδρῳ παράγραμμα ἦν ἡ πατρὶς Ἀριστείδ. τ. 1, σ. 141, ἔκδ. G. Dind.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mot dénaturé par plaisanterie, par substitution d’une lettre par une autre (~ contrepet).
Étymologie: παραγράφω.

Greek Monolingual

τὸ, Α παραγράφω
1. πρόσθετη διάταξη («κατὰ ποῑον νόμον προσπαραγράφοιτ' ἄν τοῦτο τὸ παράγραμμα», Δημοσθ.)
2. (στην κρυπτογραφία) σημείο που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο γράμμα.

Greek Monotonic

παράγραμμα: -ατος, τό (παραγράφω), αυτό που γράφεται δίπλα, επιπρόσθετη πρόταση, προσθήκη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

παράγραμμα: ατος τό приписка, добавление Dem.

Middle Liddell

παράγραμμα, ατος, τό, παραγράφω
that which one writes beside, an additional clause, Dem.