πυκνίτης: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyknitis
|Transliteration C=pyknitis
|Beta Code=pukni/ths
|Beta Code=pukni/ths
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[assembled in the Pnyx]], δῆμος π. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>42</span>: fem. πυκν-ῖτις, <b class="b2">from the Pnyx</b>, [<b class="b3">κονία</b>] <span class="title">IG</span>22.1672.199.</span>
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[assembled in the Pnyx]], δῆμος π. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>42</span>: fem. πυκν-ῖτις, [[from the Pnyx]], [<b class="b3">κονία</b>] <span class="title">IG</span>22.1672.199.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:40, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνίτης Medium diacritics: πυκνίτης Low diacritics: πυκνίτης Capitals: ΠΥΚΝΙΤΗΣ
Transliteration A: pyknítēs Transliteration B: pyknitēs Transliteration C: pyknitis Beta Code: pukni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A assembled in the Pnyx, δῆμος π. Ar.Eq.42: fem. πυκν-ῖτις, from the Pnyx, [κονία] IG22.1672.199.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, att. = πνυκίτης, sich in der πνύξ versammelnd, δῆμος, Dind. Ar. Equ. 42.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habitué de la Pnyx.
Étymologie: Πνύξ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. πυκνῑτις, -ίτιδος, Α
1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα
2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.)
3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ. Πνύξ) + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. Ταρταρ-ίτης)].

Greek Monotonic

πυκνίτης: [ῐ], -ου, ὁ, αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα (για συνέλευση), σε Αριστοφ., πρβλ. πνύξ.

Russian (Dvoretsky)

πυκνίτης: ου (ῑ) adj. m собирающийся (обычно) в Пниксе (δῆμος Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυκνίτης -ου [Πύκνα] op de Pnyx vergaderend:. δῆμος π. het volk dat op de Pnyx vergadert Aristoph. Eq. 42.

Middle Liddell

πυκνί¯της, ου, ὁ,
assembled in the Pnyx, Ar.; cf. πνύξ.