πλανοστιβής: Difference between revisions
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=planostivis | |Transliteration C=planostivis | ||
|Beta Code=planostibh/s | |Beta Code=planostibh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[trodden by wanderers]], χθών <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>76</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:40, 11 December 2020
English (LSJ)
ές, A trodden by wanderers, χθών A.Eu.76.
German (Pape)
[Seite 625] ές, von Herumirrenden betreten, Aesch. Eum. 76, χθών.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνοστῐβής: -ές, ὁ πατούμενος ὑπὸ περιπλανωμένων ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 76.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
foulé par des pas errants.
Étymologie: πλάνος, στείβω.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για τόπους, χώρες) αυτός τον οποίο πατούν περιπλανώμενοι άνθρωποι («βεβῶντ' ἄν ἀεὶ τὴν πλανοστιβῆ χθόνα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνος (< πλανῶμαι) + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. νιφο-στιβής, χθονο-στιβής].
Greek Monotonic
πλᾰνοστῐβής: -ές, περπατημένος από περιπλανώμενους ανθρώπους, από διαβάτες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰνοστῐβής: по которому проходят в скитаниях (χθών Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλανοστιβής -ές [πλάνος, στείβω] waarop wordt rondgezworven, in omzwerving betreden wordend:. τὴν πλανοστιβῆ χθόνα de aarde waarop wordt rondgezworven Aeschl. Eum. 76.
Middle Liddell
πλᾰνο-στῐβής, ές
trodden by wanderers, Aesch.