ἔπαθλον: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔπαθλον''': τό, [[ἆθλον]], [[βραβεῖον]] ἀγῶνος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ πληθ., καὶ σκῆπτρ’ ἔπαθλα τῆσδε λαμβάνει χθονὸς Εὐρ. Φοίν. 52, κτλ.· τὰ ἔπ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Φλαμ. 15· ἀμοιβαί, Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 2737b. 3, κ. ἀλλ. ― [[Κατὰ]] | |lstext='''ἔπαθλον''': τό, [[ἆθλον]], [[βραβεῖον]] ἀγῶνος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ πληθ., καὶ σκῆπτρ’ ἔπαθλα τῆσδε λαμβάνει χθονὸς Εὐρ. Φοίν. 52, κτλ.· τὰ ἔπ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Φλαμ. 15· ἀμοιβαί, Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 2737b. 3, κ. ἀλλ. ― [[Κατὰ]] Πολυδ. (Γ΄, 143) «καὶ τὰ μὲν ὀνομαζόμενα ὑπὸ τῶν πολλῶν ἔπαθλα ἆθλα καλοῖτ’ ἄν». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A prize of a contest, mostly in pl., E.Ph.52, etc.; τὰ ἔ. τοῦ πολέμου Plu.Flam.15; rewards, ἀρετῆς D.S.28.4, cf. OGI455.3 (Aphrodisias, M.Antonius), Hdn.1.17.11; οὐδ' ἐπὶ σαφέσι τοῖς ἐ. not even if the advantages (of taking an emetic) were obvious, Archig. ap.Orib.8.23.2: also in sg., δοὺς ἑκάστῳ τὸ ὑπὲρ τῆς φιλοπονίας ἔ. Inscr.Prien.113.31 (i B. C.); προτιθεμένου ἐ. τῷ λύσαντι γαμεῖν τὴν Ἰοκάστην D.S.4.64; ἔ. πόνων Plu.Cor.23.
German (Pape)
[Seite 894] τό, Kampfpreis, Eur. Phoen. 52; τοῦ πολἐμου u. ä., Plut. Flamin. 12; Hdn. 1, 17, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαθλον: τό, ἆθλον, βραβεῖον ἀγῶνος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ πληθ., καὶ σκῆπτρ’ ἔπαθλα τῆσδε λαμβάνει χθονὸς Εὐρ. Φοίν. 52, κτλ.· τὰ ἔπ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Φλαμ. 15· ἀμοιβαί, Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 2737b. 3, κ. ἀλλ. ― Κατὰ Πολυδ. (Γ΄, 143) «καὶ τὰ μὲν ὀνομαζόμενα ὑπὸ τῶν πολλῶν ἔπαθλα ἆθλα καλοῖτ’ ἄν».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
prix de la lutte.
Étymologie: ἐπί, ἆθλον.
Greek Monotonic
ἔπαθλον: τό, βραβείο αγώνα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔπαθλον: τό досл. награда победителям в состязании, перен. награда (τοῦ πολέμου Plut.): ἔπαθλά τι λαμβάνειν Eur. получить что-л. в награду.