ἀμφίπολις: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfipolis | |Transliteration C=amfipolis | ||
|Beta Code=a)mfi/polis | |Beta Code=a)mfi/polis | ||
|Definition=poet. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ, <span class="sense" | |Definition=poet. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[encompassing city]], ἀνάγκη ἀμφίπτολις <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>75</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">ἀ., ἡ,</b> [[city encompassed by a river]], as pr. n., <span class="bibl">Th.4.102</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:30, 12 December 2020
English (LSJ)
poet. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ, A encompassing city, ἀνάγκη ἀμφίπτολις A.Ch.75 (lyr.). II Subst. ἀ., ἡ, city encompassed by a river, as pr. n., Th.4.102, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίπολις: ποιητ. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ, ὁ περιβάλλων ἢ ἡ περιβάλλουσα πόλιν τινά ἀνάγκη ἀμφίπτολις, necessitas urbi circumdata (Βλωμφ.), ἐπὶ πόλεως ἁλούσης δι’ ἀποκλεισμοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 74· πρβλ. ἀμφιτειχής. ΙΙ. ὡς οὐσ. ἀμφίπολις, ἡ μεταξὺ δύο θαλασσῶν ἢ ποταμῶν πόλις, ἴδε Θουκ. 4. 102.
Greek Monolingual
ἀμφίπολις και ποιητ. ἀμφίπτολις, ο, η (Α)
1. αυτός που περιβάλλει μια πόλη
2. (το θηλυκό ως ουσ.) ἡ ἀμφίπολις
α) πόλη που έχει και από τις δύο πλευρές της ποτάμι (τον Στρυμόνα)
β) πόλη έτσι χτισμένη ώστε να είναι και ηπειρωτική και παραθαλάσσια (Θουκ. 4, 102).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πόλις.
Greek Monotonic
ἀμφίπολις: ποιητ. ἀμφί-πτολις, ὁ, ἡ,
I. αυτός που περικυκλώνει την πόλη, για πόλη που αλώνεται μέσω αποκλεισμού, σε Αισχύλ.
II. ως θηλ. ουσ., πόλη μεταξύ δύο θαλασσών ή ποταμών, σε Θουκ.
Middle Liddell
I. encompassing a city, of a city taken by blockade, Aesch.
II. as fem. Subst. a city between two seas or rivers, Thuc.