ἐπίσπαστρον: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίσπαστρον''': τό, [[σχοινίον]] δι’ οὗ ἀνασύρει τίς τι ἢ ῥυμουλκεῖ, Διόδ. 17. 90· [[ὡσαύτως]], ὁ [[βρόχος]] τοῦ ὀρνιθοθήρα, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 12, Ἡσύχ. 2) = [[ἐπισπαστήρ]], | |lstext='''ἐπίσπαστρον''': τό, [[σχοινίον]] δι’ οὗ ἀνασύρει τίς τι ἢ ῥυμουλκεῖ, Διόδ. 17. 90· [[ὡσαύτως]], ὁ [[βρόχος]] τοῦ ὀρνιθοθήρα, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 12, Ἡσύχ. 2) = [[ἐπισπαστήρ]], Πολυδ. Ι΄, 22, «[[ῥόπτρον]] [[ἐπίσπαστρον]] θύρας» Εὐστ. Ὀδ. 1429. 2. ΙΙ. τὸ ἐπισυρόμενον, [[παραπέτασμα]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ΄, 36). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίσπαστρον]], τὸ (AM) [[επισπώ]]<br />έπισπαστήρ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> [[παραπέτασμα]] («καὶ ποιήσεις [[ἐπίσπαστρον]] τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας», ΠΔ). | |mltxt=[[ἐπίσπαστρον]], τὸ (AM) [[επισπώ]]<br />έπισπαστήρ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> [[παραπέτασμα]] («καὶ ποιήσεις [[ἐπίσπαστρον]] τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας», ΠΔ). | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A rope for pulling, D.S.17.90; also, a fowler's net, Dionys.Av.3.12. 2. = ἐπισπαστήρ 1, Poll.10.22. II. that which is drawn over, curtain, hanging, LXXEx.26.36.
German (Pape)
[Seite 981] τό, Alles, womit man Etwas an-, zuzieht; der Griff, womit man die Thür zuzieht, Poll. 10, 22; Zugseil, D. Sic. 17, 90; ein Zugnetz der Vogelsteller, Opp. Ix. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσπαστρον: τό, σχοινίον δι’ οὗ ἀνασύρει τίς τι ἢ ῥυμουλκεῖ, Διόδ. 17. 90· ὡσαύτως, ὁ βρόχος τοῦ ὀρνιθοθήρα, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 12, Ἡσύχ. 2) = ἐπισπαστήρ, Πολυδ. Ι΄, 22, «ῥόπτρον ἐπίσπαστρον θύρας» Εὐστ. Ὀδ. 1429. 2. ΙΙ. τὸ ἐπισυρόμενον, παραπέτασμα, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ΄, 36).
Greek Monolingual
ἐπίσπαστρον, τὸ (AM) επισπώ
έπισπαστήρ
αρχ.
1. σχοινί
2. παραπέτασμα («καὶ ποιήσεις ἐπίσπαστρον τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας», ΠΔ).