ἰξεύω: Difference between revisions
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰξεύω''': (ἰξὸς) συλλαμβάνου διὰ τοῦ ἰξοῦ, Ἰω. Χρυσ., Ἐτυμολ. Μ. 471. 53. ― Μέσ., | |lstext='''ἰξεύω''': (ἰξὸς) συλλαμβάνου διὰ τοῦ ἰξοῦ, Ἰω. Χρυσ., Ἐτυμολ. Μ. 471. 53. ― Μέσ., Πολυδ. Ζ΄, 135. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
(ἰξός)
A catch by birdlime, Artem.2.19, EM471.53:—Med., Poll.7.135.
German (Pape)
[Seite 1255] Vögel fangen mit Leimruthen, Poll. 7, 135 u. a. Sp., auch übtr.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξεύω: (ἰξὸς) συλλαμβάνου διὰ τοῦ ἰξοῦ, Ἰω. Χρυσ., Ἐτυμολ. Μ. 471. 53. ― Μέσ., Πολυδ. Ζ΄, 135.
French (Bailly abrégé)
prendre des oiseaux à la glu.
Étymologie: ἰξός.
Greek Monolingual
(Α ἰξεύω) ιξός
1. πιάνω πουλιά με ιξόβεργα
2. (γενικώς) συλλαμβάνω, πιάνω
νεοελλ.
αλείφω με κόλλα ιξού.
Greek Monotonic
ἰξεύω: (ἰξός), πιάνω με ξώβεργα.