ἁλιάετος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=the sea-[[eagle]], [[osprey]], Ar. | |mdlsjtxt=the sea-[[eagle]], [[osprey]], Ar. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[sea-eagle]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 4 July 2020
English (LSJ)
poet. ἁλι-αίετος, ὁ,
A sea-eagle, prob. osprey, E.Fr.636, Ar. Av.891, Arist.HA619a4.
German (Pape)
[Seite 95] ὁ, Meeradler, H. A. 9, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιάετος: ποιητ. -αίετος, ὁ, ὁ «θαλασσαετός», Λατ. falco haliaëtus, Εὐρ. Ἀποσπ. 637, Ἀριστοφ. Ὄρ. 891, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9, 32.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
aigle de mer, balbuzard, oiseau.
Étymologie: ἅλς¹, ἀετός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): frec. poét. ἁλιαίετος
• Prosodia: [ᾰ-]
orn. águila pescadora, Pandion haliaetus (L.) o bien pigargo, Haliaeetus albicilla (L.), Ar.Au.891, E.Fr.636.3, Arist.HA 593b23, 619a4, 620a2, Mir.835a1, LXX Le.11.13, Opp.H.1.425, D.P.Au.2.2, 15, Ant.Lib.11.9, Nonn.D.42.537.
Greek Monolingual
ο και αλιαίετος (Α ἁλιάετος και ἁλιαίετος)
πουλί τών ακτών και τών ποταμών, θαλασσαετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + ἀετός, αἰετός
η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. haliaetus].
Greek Monotonic
ἁλιάετος: ποιητ. ἀλιαίετος, ὁ, θαλασσαετός, αλιάετος, αετός ο βουτηχτής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιάετος: (ᾱε) ὁ «морской орел», предполож. скопа (Falco haliaetus) Eur., Arst.